Τι σημαίνει το discipline στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης discipline στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του discipline στο Αγγλικά.

Η λέξη discipline στο Αγγλικά σημαίνει πειθαρχία, αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση, πειθαρχία, κλάδος, τομέας, άθλημα, άσκηση, εξάσκηση, τιμωρία, τιμωρώ, διαπαιδαγωγώ, μάθημα, επιπλήττω, επιπλήττω, έχω αυτοπειθαρχεία, συγκρατούμαι, απειθαρχία, ανυπακοή, έλειψη αυστηρότητας/πυγμής/επιβολής, έλλειψη αυτοελέγχου/αυτοσυγκράτησης, αυτοπειθαρχία, αυτοπειθαρχία, αυστηρή πειθαρχία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης discipline

πειθαρχία

noun (uncountable (training to obey rules) (μόνο ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This teacher believes that discipline is the best way to ensure children learn effectively.
Ο δάσκαλος αυτός θεωρεί ότι η πειθαρχία είναι ο καλύτερος τρόπος να εξασφαλιστεί η αποδοτική μάθηση.

αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση

noun (uncountable (self-control) (μόνο ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wendy showed great discipline in resisting that chocolate cake.
Η Γουέντυ αντιστάθηκε σ' αυτό το σοκολατένιο κέικ επιδεικνύοντας μεγάλη αυτοσυγκράτηση.

πειθαρχία

noun (uncountable (practice, dedication to a skill)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The athlete showed admirable discipline in getting up early every morning and training for several hours a day.

κλάδος, τομέας

noun (countable (area of study) (επιστημονικός, σπουδών)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Academics go to conferences to meet others working in the same discipline and hear about their work.
Οι ακαδημαϊκοί πηγαίνουν σε συνέδρια για να γνωρίσουν και άλλους που εργάζονται στον ίδιο τομέα και να ακούσουν για το έργο τους.

άθλημα

noun (countable (martial arts, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karate is a difficult discipline to master.

άσκηση, εξάσκηση

noun (exercise to develop a skill)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spending at least two hours a day writing is good discipline for somebody who wants to be an author.
Το να αφιερώνει τουλάχιστον δύο ώρες την ημέρα στο γράψιμο, είναι μια καλή άσκηση για κάποιον που θέλει να γίνει συγγραφέας.

τιμωρία

noun (uncountable (punishment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Discipline in this school is normally detention.

τιμωρώ

transitive verb (child: punish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James disciplined his daughter when he caught her pulling her friend's hair.
Ο Τζέιμς τιμώρησε την κόρη του όταν την έπιασε να τραβάει τα μαλλιά της φίλης της.

διαπαιδαγωγώ

transitive verb (train, instruct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The parents prefer to discipline their children through praise and encouragement, rather than punishment.

μάθημα

noun (countable (learning experience)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The family learned to be frugal through the harsh discipline of poverty.

επιπλήττω

transitive verb (reprimand: an employee)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen's employer had to discipline her because she kept making mistakes.

επιπλήττω

(reprimand: an employee for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss disciplined Gareth for always being late to work.

έχω αυτοπειθαρχεία

transitive verb and reflexive pronoun (exercise self-control)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you move out of the house you will have to discipline yourself; no one will be there to watch over you.
Όταν φύγεις από το σπίτι θα πρέπει να έχεις αυτοπειθαρχία γιατί κανείς δε θα είναι εκεί να σε επιβλέπει.

συγκρατούμαι

transitive verb and reflexive pronoun (train yourself to do [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In order to do well in the marathon race, Frank had learned to discipline himself to hold a sustainable pace.

απειθαρχία, ανυπακοή

noun (child: unruly behaviour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children's lack of discipline led them to laugh and play during the teacher's lesson.

έλειψη αυστηρότητας/πυγμής/επιβολής

noun (failure to be strict enough)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The children's father had become annoyed with their behaviour, but his lack of discipline meant that the children continued to run through the house.

έλλειψη αυτοελέγχου/αυτοσυγκράτησης

noun (absence of self control)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a lack of discipline when it comes to dessert. I can never say no.

αυτοπειθαρχία

noun (control of yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Showing incredible self-discipline, Irene refused the chocolate cake.

αυτοπειθαρχία

noun (dedication, training)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need a lot of self-discipline to be a top athlete.

αυστηρή πειθαρχία

noun (heavily-enforced control and punishment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Catholic schools believe in strict discipline.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του discipline στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του discipline

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.