Τι σημαίνει το retirar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης retirar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retirar στο πορτογαλικά.
Η λέξη retirar στο πορτογαλικά σημαίνει αφαιρώ, βγάζω ταπετσαρία, παίρνω πίσω, μειώνω τα στρατεύματα, ξεκαθαρίζω, αφαιρώ, βγάζω, σκάβω, αποσύρω, αντλώ, εξάγω, ξεχωρίζω, απομακρύνω, αποσύρω, αποσύρω, διαγράφω, σβήνω, καθαρίζω, μαζεύω, βγάζω κπ/κτ με καπνό, σκουπίζω, αφαιρώ, τραβάω, βγάζω, εξαλείφω κτ από κτ, βγάζω, εξαλείφω, απομακρύνω, αφήνω πίσω, παίρνω, αφαιρώ, βγάζω, βγάζω κτ από κτ, μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ, τραβάω κτ με δύναμη, απαλείφω, εξαλείφω, εξοντώνω, διαγράφω, βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω, ανακαλύπτω, βγάζω κτ τραβώντας το, βγάζω, βγάζω κτ από κτ, αποσύρω, βγάζω, στερώ κτ από κπ, παίρνω κτ από κπ, αποσύρομαι, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποχωρώ, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ, υποχωρώ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποσύρομαι από κτ, κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα, παύω να είμαι σε ετοιμότητα, βγαίνω, αποσύρομαι, αποσύρομαι από κτ, αποσύρομαι, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι από κτ, βγάλτε γρήγορα, απομακρύνετε γρήγορα, ξεσκεπάζω, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, φεύγω, αποχωρώ, θέτω εκτός λειτουργίας, αίρω την πιστοποίηση, βγάζω τον επίδεσμο, αποσύρω τη χρηματοδότηση από κτ/κπ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αποσπώ κτ από κτ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποσύρομαι, αποσύρομαι, καθαρίζω κτ από το χιόνι, απομακρύνω το χιόνι, ξεβοτάνισμα, ξεχορτάριασμα, αρπάζω κτ από κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης retirar
αφαιρώ, βγάζω ταπετσαρία(remover a pintura ou papel parede de) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω πίσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Queria poder retirar o que eu disse quando estava bravo. Você nunca pode realmente retirar um insulto depois que disse. Μακάρι να μπορούσα να πάρω πίσω αυτά που είπα πάνω στο θυμό μου. Δεν μπορείς να πάρεις πίσω μια προσβολή από τη στιγμή που την ξεστόμισες. |
μειώνω τα στρατεύματαverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκαθαρίζω(superfície: afastar objetos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Μάικ ξεκαθάρισε τα χαρτιά που ήταν πάνω στο γραφείο του. |
αφαιρώ(remover: algo supérfluo) (που πλεονάζει, που είναι περιττό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζωverbo transitivo (figurado, roupas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκάβωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσύρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele retirou as acusações. Απέσυρε τις κατηγορίες. |
αντλώ, εξάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεχωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O processo seletivo retirou aqueles que não eram adequados ao trabalho. |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela retirou o pano para revelar a escultura. Απομάκρυνε το σεντόνι για να αποκαλύψει το γλυπτό. |
αποσύρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσύρωverbo transitivo (remover) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles precisaram retirar o produto do mercado. Αναγκάστηκαν να αποσύρουν το προϊόν από την αγορά. |
διαγράφω, σβήνω(κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Retire essa frase do seu artigo. |
καθαρίζω, μαζεύω(guardar objetos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω κπ/κτ με καπνό(tirar do lugar/esconderijo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκουπίζω(esfregando) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles conseguiram remover a pichação esfregando com uma esponja molhada. Κατάφεραν να βγάλουν το γκράφιτι με ένα βρεγμένο σφουγγάρι. |
αφαιρώ, τραβάω, βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαλείφω κτ από κτ
Supostamente, este filtro elimina 99% dos contaminantes nocivos da água. |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαλείφω, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω πίσω(μεταφορικά) |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você pode pegar minha receita quando passar pela farmácia? Θα μπορούσες να πάρεις τα φάρμακά μου καθώς περνάς από το φαρμακείο; |
αφαιρώ, βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω κτ από κτ
Μπορείς να με βοηθήσεις να βγάλω το καπάκι από αυτό το βάζο; |
μαζεύω κτ από κτ, βγάζω κτ από κτ(superfície: remover objetos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anita removeu todos os closets na preparação para a mudança. Η Ανίτα έβγαλε όλα τα ρούχα από τις ντουλάπες για να ετοιμαστεί για τη μετακόμιση. |
τραβάω κτ με δύναμη(έμφαση στο τράβηγμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απαλείφω, εξαλείφω, εξοντώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφω(finanças: deixar de ser cotada) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele tinha um dente podre que teve que extrair. Είχε ένα χαλασμένο δόντι, το οποίο έπρεπε να αφαιρέσει. |
ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estamos montando uma vigilância de hora em hora, tentando fazer aparecer a pessoa que fica deixando a cafeteira vazia. |
βγάζω κτ τραβώντας τοverbo transitivo (algo) |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Doug precisou remover os espinhos da calça. Ο Νταγκ έπρεπε να βγάλει αγκάθια από το παντελόνι του. |
βγάζω κτ από κτverbo transitivo A secretária tirou o arquivo do armário. Η γραμματέας έβγαλε τον φάκελο από το ντουλάπι. |
αποσύρωverbo transitivo (dinheiro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gostaria de sacar cem libras da minha conta. Θέλω να σηκώσω εκατό λίρες από τον λογαριασμό μου. |
βγάζωverbo transitivo (elevar) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η επιτυχία που είχε η τέχνη του τον έβγαλε από τη φτώχεια. |
στερώ κτ από κπ, παίρνω κτ από κπ
O empresário foi condenado pela fraude e a corte o privou de seus recursos. |
αποσύρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O regimento foi obrigado a se retirar depois de sofrer muitas baixas. |
αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποχωρώverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sue desistiu de nos ajudar a pintar a casa. Os investidores desistiram em cima da hora. Την τελευταία στιγμή οι επενδυτές αποσύρθηκαν. |
υποχωρώverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απομακρύνομαι από κτ/κπ
|
αποσύρομαι από κτ
As tropas se retiraram da região. Τα στρατεύματα αποσύρθηκαν από την περιοχή. |
κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυραverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Depois que eu terminei de dar meu depoimento, a juíza me disse que eu podia me retirar. Μόλις τελείωσα με την κατάθεσή μου ο δικαστής μου είπε ότι μπορούσα να κατέβω από το εδώλιο του μάρτυρα. |
παύω να είμαι σε ετοιμότηταverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Depois do exercício militar, os soldados receberam a ordem de retirar-se. |
βγαίνω(a pé) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela saiu do apartamento, com as chaves na mão. Em vez de gritar, ela decidiu sair do escritório em silêncio. Βγήκε από το διαμέρισμα με τα κλειδιά στο χέρι. Αντί να φωνάζει αποφάσισε να βγει από το γραφείο σιωπηλά. |
αποσύρομαι(σε κτ ή κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποσύρομαι από κτ
A lesão do jogador o forçou a retirar-se da competição. Ο τραυματισμός του παίκτη τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον αγώνα. |
αποσύρομαιverbo pronominal/reflexivo (επίσημο, σπάνιο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Devemos nos retirar para a sala de estar? Θα ήθελες να αποσυρθούμε στο σαλόνι; |
υποχωρώ, οπισθοχωρώverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As tropas retiraram-se sob ataque intenso do inimigo. Τα στρατεύματα υποχώρησαν υπό καταιγισμό πυρών από τον εχθρό. |
αποσύρομαι από κτverbo pronominal/reflexivo Se você não está se sentindo bem, simplesmente retire-se da mesa. |
βγάλτε γρήγορα, απομακρύνετε γρήγοραlocução verbal A etiqueta na camisa diz o seguinte: "Lavar na máquina em água fria; lavar a seco em temperatura baixa; retirar imediatamente." |
ξεσκεπάζωlocução verbal (revelar algo previamente secreto) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os caras se afastaram quando viram a polícia chegando. Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία. |
φεύγω, αποχωρώ(a pé) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele ficou irritado e foi embora. Θύμωσε και έφυγε (or: αποχώρησε). |
θέτω εκτός λειτουργίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αίρω την πιστοποίηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγάζω τον επίδεσμοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποσύρω τη χρηματοδότηση από κτ/κπ(finanças) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
αποσπώ κτ από κτexpressão verbal (με δυσκολία) |
αποσύρομαι, αποτραβιέμαιverbo pronominal/reflexivo (isolar-se) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Após a morte dos seus pais, ela se retirou da sociedade. Μετά το θάνατο των γονιών της, αποσύρθηκε (or: αποτραβήχτηκε) από την κοινωνία. |
αποσύρομαι(não se envolver mais) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποσύρομαιverbo pronominal/reflexivo (από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O novo presidente foi forçado a tomar uma decisão de retirar-se da guerra ou não. Ο νέος πρόεδρος αναγκάστηκε να πάρει μια απόφαση για το αν θα αποσυρθούμε από τον πόλεμο. |
καθαρίζω κτ από το χιόνι, απομακρύνω το χιόνι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεβοτάνισμα, ξεχορτάριασμαexpressão verbal (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αρπάζω κτ από κπ/κτ
|
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retirar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του retirar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.