Τι σημαίνει το retomar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης retomar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retomar στο πορτογαλικά.
Η λέξη retomar στο πορτογαλικά σημαίνει ξαναεμπλέκομαι, πιάνομαι από κτ, επαναφέρω, συνεχίζω, ξαναφέρνω στη μόδα, επαναφέρω στη μόδα, επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κτ, διεκδικώ ανάκτηση, διεκδικώ επανάκτηση, ξαναβάζω, ξαναρχίζω, ξαναεμπλέκομαι σε κτ, συνεχίζομαι, ξαναρχίζω, ξαναρχίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης retomar
ξαναεμπλέκομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιάνομαι από κτverbo transitivo (comentários) (μεταφορικά) Η Ντενίς πιάστηκε από το σχόλιο της Λάουρα για τις εργαζόμενες μητέρες. |
επαναφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A pena leniente do assassino levou a pedidos para retomar o enforcamento. Η επιεικής ποινή του δολοφόνου οδήγησε σε εκκλήσεις να επαναφερθεί ο απαγχονισμός. |
συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles retomaram a conversação depois do discurso. Συνέχισαν τη συζήτησή τους μετά την ομιλία. |
ξαναφέρνω στη μόδα, επαναφέρω στη μόδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os estilistas de Paris decidiram trazer de volta a minissaia. Οι σχεδιαστές στο Παρίσι αποφάσισαν να ξαναφέρουν στη μόδα τις μίνι φούστες. |
επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κτ
Amber falou de forma breve e depois retomou o silêncio. Η Άμπερ μίλησε για λίγο και μετά ξανασιώπησε. |
διεκδικώ ανάκτηση, διεκδικώ επανάκτηση(retomar: devido a dívida) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαναβάζωverbo transitivo (colocar novamente em uso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναρχίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναεμπλέκομαι σε κτverto intransitivo (se juntar a algo novamente) |
συνεχίζομαι(recomeçar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As negociações reiniciaram depois de um intervalo de dois meses. |
ξαναρχίζωverbo transitivo (dedicar-se outra vez) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenho que retomar meus estudos de idiomas. |
ξαναρχίζωverbo transitivo (reiniciar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αποφάσισα να ξαναρχίσω τις σπουδές μου αφού πέθανε ο σύζυγός μου. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retomar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του retomar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.