Τι σημαίνει το retornar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης retornar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retornar στο πορτογαλικά.

Η λέξη retornar στο πορτογαλικά σημαίνει τηλεφωνώ σε κπ, επιστρέφω σε κτ, γυρνώ σε κτ, επιστρέφω, επιστρέφω, επανεκλέγω, απαντάω, απαντώ, επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω, ξαναγυρίζω, ξαναγυρνάω, οπισθοχωρώ, επαναλαμβάνομαι, γυρνάω, γυρνώ, επιστρέφω, επιστρέφω στην αρχική θέση, επιστρέφομαι, επιστρέφω σπίτι, επιστρέφω, επαναλαμβάνομαι, ξανασυμβαίνω, παίρνω τηλέφωνο, ξαναγυρίζω, κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου, γυρίζω, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, υποτροπιάζω, επιστρέφω σε πρότερη κατάσταση ή συνήθεια, γυρίζω πίσω, επιστρέφω, επιστρέφω, επιστρέφω, συνεχίζω, επιστρέφω, επανέρχομαι, επιστρέφω στην προγούμενη θέση, επανέρχομαι, επιστρέφω σε κτ, Επιστροφή στον αποστολέα., πεθαίνω, καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε, επιστρέφω από, πάω αντίθετα, επιστρέφω σε κτ, γυρίζω πίσω, επιστρέφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης retornar

τηλεφωνώ σε κπ

verbo transitivo (telefonema)

Posso retornar sua ligação quando eu estiver menos ocupado?
Μπορώ να σε πάρω πίσω όταν θα έχω λιγότερη δουλειά;

επιστρέφω σε κτ, γυρνώ σε κτ

(reverter para: uma condição anterior)

Depois do jantar, retornei aos meus estudos.
Μετά το βραδυνό επέστρεψα στη μελέτη μου.

επιστρέφω

(ir de voltar à) (κάπου, σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu sempre retorno à cidade na qual cresci.
Συχνά γυρίζω στην πόλη που μεγάλωσα.

επιστρέφω

(voltar para)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Espero que ele volte logo.
Ελπίζω να γυρίσει σύντομα.

επανεκλέγω

(ser reeleito) (κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela foi reeleita ao cargo com uma pequena maioria.
Επανεξελέγει με οριακή πλειοψηφία.

απαντάω, απαντώ

(devolver resposta) (κάτι, ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Não acabou ainda", ele retorquiu.

επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω

(começar a voltar, retornar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξαναγυρίζω, ξαναγυρνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

οπισθοχωρώ

verto intransitivo (de carro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επαναλαμβάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρνάω, γυρνώ, επιστρέφω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω στην αρχική θέση

(elástico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστρέφομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu e-mail retornou para mim poque eu digitei errado o endereço.
Το email επέστρεψε σε μένα, επειδή πληκτρολόγησα λάθος τη διεύθυνσή σου.

επιστρέφω σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este pombo sempre retorna para casa mais rápido.

επιστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναλαμβάνομαι, ξανασυμβαίνω

(acontecer de novo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η ευθυγράμμιση των πλανητών δεν θα επαναληφθεί (or: ξανασυμβεί) για τα επόμενα 20 χρόνια.

παίρνω τηλέφωνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vou retornar assim que possível.
Θα σε πάρω τηλέφωνο όταν μπορέσω.

ξαναγυρίζω

(σε προηγούμενο θέμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μπορούμε να πάμε λιγάκι πίσω; Με ενδιαφέρει κάτι που είπατε προηγουμένως.

κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu voltei do escritório às 6:30 da tarde.
Γύρισα από το γραφείο περίπου στις 6:30 μ.μ.

ξαναπάω, ξαναπηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Franco deixou a carteira em casa e teve que voltar para pegar.
Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει.

υποτροπιάζω, επιστρέφω σε πρότερη κατάσταση ή συνήθεια

(regressar, reverter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυρίζω πίσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O montanhista estava exausto, mas recusava-se a voltar.
Ο ορειβάτης είχε εξαντληθεί αλλά αρνήθηκε να γυρίσει πίσω.

επιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο μπαμπάς θέλει να έχω επιστρέψει το αυτοκίνητο μέχρι την ώρα του βραδινού.

επιστρέφω, συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu adoraria falar mais, mas preciso voltar ao trabalho agora.
Θα μου άρεσε να μιλούσαμε περισσότερο, αλλά πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά μου.

επιστρέφω, επανέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω στην προγούμενη θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επανέρχομαι

(για να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω σε κτ

Ted parece ter voltado a seus maus hábitos de beber e jogar.
Ο Τεντ φαίνεται να επέστρεψε στις κακές συνήθειες του ποτού και του τζόγου.

Επιστροφή στον αποστολέα.

(carta ou encomenda não entregue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω

locução verbal (morrer e ser enterrado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε

(ligar de volta para alguém)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιστρέφω από

(voltar de)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όταν επέστρεψα από τις διακοπές μου είχα ένα σοβαρά έγκαυμα.

πάω αντίθετα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιστρέφω σε κτ

Algumas pessoas acham que deveríamos voltar a um sistema de troca em vez usar de dinheiro.
Μερικοί πιστεύουν ότι θα πρέπει να επιστρέψουμε στην ανταλλακτική οικονομία αντί να έχουμε χρήματα.

γυρίζω πίσω

επιστρέφω

(σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retornar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.