Τι σημαίνει το réussir στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης réussir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του réussir στο Γαλλικά.
Η λέξη réussir στο Γαλλικά σημαίνει πετυχαίνω, πετυχαίνω, περνάω, περνώ, πετυχαίνω, περνάω, περνώ, τα πάω καλά, πετυχαίνω, τα καταφέρνω, επιτυγχάνω, τα καταφέρνω, πετυχαίνω, πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστά, είμαι επιτυχημένος, τα πάω καλά, καταφέρνω, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, επιτυχημένος, πετυχημένος, επιτυγχάνω, περνάω, πετυχαίνω τα πάντα, τα καταφέρνω, φτάνω ψηλά, ξεπερνάω, επιτυχής, ευημερώ, πάω, επιτυγχάνω, επιτυγχάνω, τα καταφέρνω, καταφέρνω, διαχειρίζομαι, πετυχαίνω σε κτ, επιτυγχάνω σε κτ, εφικτός, τυλίγω, σκίζω, βρίσκω τρόπο να, κατορθώνω το ακατόρθωτο, πάω μπροστά, καταλαβαίνω, κατανοώ, τα πάω καλά, δεν γίνομαι δεκτός, κάνω καλή δουλειά με κτ, δεν μπορώ να κοιμηθώ, περνάω την εξέταση, διαψεύδω τις προσδοκίες, διαψεύδω τις προσδοκίες προς έκπληξη των άλλων, τα πάω περίφημα, περνώ μετά βίας, μαζεύω όπως-όπως, τα πάω περίφημα σε κτ, καταφέρνω, επιτυγχάνω, δεν περνάω, αποτυγχάνω σε εξετάσεις, μπορώ, αποτυγχάνω, ίσα που χωράω, ίσα που μπαίνω, περνώ μετά βίας, πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούρα, τα πάω πολύ καλά χωρίς να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια, καταφέρνω πολύ καλά, καταφέρνω να κάνω κτ, καταφέρνω να κάνω κτ, πειράζω, πείθω, ολοκληρώνω, ξεκλέβω, το σηκώνω, κτ είναι παιχνιδάκι για μένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης réussir
πετυχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À la fin, notre équipe a réussi. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προσπάθησε πολύ σκληρά και στο τέλος τα κατάφερε. |
πετυχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le projet a réussi après des années d'efforts. Το σχέδιο πέτυχε μετά από προσπάθειες ετών. |
περνάω, περνώ(un examen) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a réussi son permis de conduire du premier coup. Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη. |
πετυχαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περνάω, περνώ(un examen) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai réussi (or: obtenu) mon examen ! Πέρασα το τεστ! |
τα πάω καλά(un peu familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il s'en sort bien dans son nouveau boulot. Τα πάει καλά στη νέα του δουλειά. |
πετυχαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Phil a bien réussi en tant que co-fondateur d'une société informatique |
τα καταφέρνωverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À Hollywood, une nomination aux Oscars est un signe que l'on a réussi. Στο Χόλυγουντ, μια υποψηφιότητα για Όσκαρ είναι ένδειξη ότι τα έχεις καταφέρει. |
επιτυγχάνωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα καταφέρνωverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je pense qu'il est assez intelligent pour dépasser son handicap et réussir. Νομίζω πως είναι αρκετά έξυπνος για να ξεπεράσει την αναπηρία του και να τα καταφέρει. |
πετυχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Νομίζω ότι η παρουσίασή σου στην τάξη πήγε πολύ καλά. |
πηγαίνω μπροστά, πάω μπροστάverbe intransitif (γίνομαι επιτυχημένος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pour réussir en affaires, il faut être sûr de soi. Στη δουλειά για να προκόψεις πρέπει να είσαι αποφασιστικός. |
είμαι επιτυχημένος
|
τα πάω καλάverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu peux réussir si tu essayes. |
καταφέρνω, πετυχαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'espion a réussi sa mission ni vu ni connu. |
επιτυγχάνωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Au lycée, Amy ne pense qu'à une seule chose : réussir. |
επιτυχημένος, πετυχημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le footballeur a réussi à son troisième tir. |
επιτυγχάνωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνάω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πετυχαίνω τα πάνταlocution verbale (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα καταφέρνωverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai pensé que le projet était trop difficile pour moi mais j'ai réussi. |
φτάνω ψηλάverbe intransitif (μτφ: πετυχαίνω) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand David a obtenu sa promotion, il s'est dit qu'il avait enfin réussi. |
ξεπερνάωverbe transitif (Golf) (κάποιο εμπόδιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alain espère réussir à passer ce bunker. |
επιτυχής(objet, action) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'essai réussi de l'enfant pour mémoriser le poème a enchanté ses parents. Η προσπάθειά του να κατακτήσει τη θέση ήταν επιτυχής. Η επιτυχημένη προσπάθεια του παιδιού να απομνημονεύσει το ποίημα χαροποίησε τους γονείς της. |
ευημερώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'entreprise familiale a prospéré grâce au dur travail de tout le monde. Η οικογενειακή επιχείρηση πήγε καλά χάρη στη σκληρή δουλειά όλων. |
πάω(un peu familier) (επιδόσεις, πρόοδος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Comment tes enfants se débrouillent à l'école ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο; |
επιτυγχάνω(figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tom, avec son intelligence et son ambition, ira loin. |
επιτυγχάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après dix candidatures, j'ai fini par avoir du succès. |
καταφέρνω, διαχειρίζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le président de l'entreprise a réussi à gagner le contrat pour servir ses intérêts professionnels. Tu as les billets ? Génial : je savais que tu réussirais ! |
πετυχαίνω σε κτ
Il ne réussira jamais dans le monde des affaires s'il ne devient pas plus sérieux. Δεν θα πετύχει ποτέ στις επιχειρήσεις, αν δεν σοβαρευτεί. |
επιτυγχάνω σε κτ
Alan a réussi à réparer la chaise. |
εφικτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le patron était d'accord que l'idée de Frank était viable et il lui a donné la permission de la réaliser. Το αφεντικό συμφώνησε ότι η ιδέα του Φρανκ ήταν εφικτή και του έδωσε το πράσινο φως για να την εφαρμόσει. |
τυλίγω(agir sur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour ce genre d'ouvrage, il faut bien travailler le cuir. |
σκίζω(familier) (αργκό, μτφ: σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Malgré la difficulté de l'examen de maths, Mary a cartonné. Παρά τη δυσκολία του διαγωνίσματος, η Μαίρη έσκισε. |
βρίσκω τρόπο να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils ont finalement trouvé un moyen d'arriver plusieurs heures avant nous. |
κατορθώνω το ακατόρθωτο(action visée) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάω μπροστά(au futur) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Camilla est une musicienne talentueuse qui ira loin. |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut lire plusieurs fois un ouvrage de philosophie pour arriver à le comprendre. Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει. |
τα πάω καλάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De toute évidence, tu as réussi ta vie (or: tu as réussi dans la vie). Προφανώς τα πήγες καλά. |
δεν γίνομαι δεκτόςverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω καλή δουλειά με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tim a bien réussi à peindre la maison. |
δεν μπορώ να κοιμηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je reste éveillé toute la nuit à m'inquiéter. Tu me manques et parfois, la nuit, je reste éveillé et je pense à toi. Δεν μπορώ να κοιμηθώ σχεδόν όλη τη νύχτα επειδή ανησυχώ. |
περνάω την εξέταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand vous aurez réussi votre examen, on vous remettra un diplôme. |
διαψεύδω τις προσδοκίες, διαψεύδω τις προσδοκίες προς έκπληξη των άλλων(για αρνητικές προσδοκίες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John a déjoué les pronostics et guéri du cancer. |
τα πάω περίφημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a démarré très lentement mais maintenant, il réussit très bien. Άργησε να πάρει μπρος αλλά τα πάει περίφημα τώρα. |
περνώ μετά βίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαζεύω όπως-όπωςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si nous avions réussi à réunir plus d'argent, nous aurions pu nous offrir la maison de nos rêves. |
τα πάω περίφημα σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταφέρνω, επιτυγχάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne pensais pas qu'il réussirait son coup, mais la réussite de son entreprise nous a prouvé que nous avions tort. |
δεν περνάω, αποτυγχάνω σε εξετάσειςverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je n'ai pas réussi mes examens alors il faut que j'aille au rattrapage. |
μπορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Claire n'a pas pu atteindre le bocal sur l'étagère du haut. |
αποτυγχάνωlocution verbale (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils n'ont pas réussi à (or: n'ont pas pu) livrer le colis à temps. Απέτυχαν να παραδώσουν το δέμα έγκαιρα. |
ίσα που χωράω, ίσα που μπαίνω(καθομιλουμένη: χώρος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνώ μετά βίαςlocution verbale (εξετάσεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούρα(καθομιλουμένη, για φαγητά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les produits laitiers ne me réussissent pas. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα με πειράζουν. |
τα πάω πολύ καλά χωρίς να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il réussit en maths sans se fouler. Τα μαθηματικά είναι παιχνιδάκι για εκείνον. |
καταφέρνω πολύ καλά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le gymnaste a parfaitement réussi sa sortie. Ο αθλητής της ενόργανης έσκισε στο κατέβασμα. |
καταφέρνω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La circulation était horrible aujourd'hui ! Mais j'ai réussi à arriver à l'heure au travail. Είχε τρελή κίνηση σήμερα! Εκπλήσσομαι που κατάφερα να πάω στην ώρα μου στη δουλειά. |
καταφέρνω να κάνω κτlocution verbale (familier, ironique : maladresse) (ανεπίσημο, σαρκαστικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai réussi à trébucher tout seul et à tomber dans l'escalier. Κατάφερα (or: Τα κατάφερα) να μπερδέψω τα πόδια μου και να πέσω από τη σκάλα. |
πειράζωverbe transitif indirect (nourriture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que ces huîtres ne sont pas passées : j'ai vomi toute la nuit. Νομίζω ότι αυτά τα μύδια δεν μου έκατσαν καλά, όλη νύχτα έκανα εμετό. |
πείθωverbe transitif indirect (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prêtre a réussi à déchaîner la congrégation. |
ολοκληρώνωlocution verbale (την πάσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les Yankees ont réussi à infliger une sévère déculottée à l'équipe de Boston. |
ξεκλέβω(sommeil) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après sa soirée en boîte, Adam a réussi à dormir quelques heures avant d'aller travailler. |
το σηκώνω(καθομ, μεταφορικά: για φαγητό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La nourriture épicée ne me réussit pas. Το πικάντικο φαγητό μου κάθεται βαρύ στο στομάχι. |
κτ είναι παιχνιδάκι για μέναlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mark a réussi haut la main son examen de permis de conduire, il n'a fait aucune erreur. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του réussir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του réussir
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.