Τι σημαίνει το réunir στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης réunir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του réunir στο Γαλλικά.
Η λέξη réunir στο Γαλλικά σημαίνει μαζεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω, μαζεύω, επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ, συγκεντρώνω, συναθροίζω, συνδυάζω, επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ, κατεβάζω, βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν), φέρνω κπ/κτ κοντά, βάζω μαζί, καλώ, προσκαλώ, συγκαλώ, μαζεύω, συγκεντρώνω, ενώνω, βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτ, συγκεντρώνω, ενώνω, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκαλώ ξανά, συνεδριάζω, ο κανόνας των έξι, κοινωνική φούσκα, επανασυνεδριάζω, μαζεύομαι, συγχωνεύω, ενώνω, μαζεύω όπως-όπως, κάνω αύξηση κεφαλαίου, συγκέντρωση μόνο για γυναίκες, κάθομαι στο τραπέζι συναλλαγών/διαπραγματεύσεων, συγκεντρώνω, ενσωματώνω, συγκαλώ σύσκεψη, συνέρχομαι, συνεδριάζω, συνδέω, ενώνω, ενώνομαι για να κάνω κτ, μαζεύω, βάζω, συνέρχομαι, συνεδριάζω, μαζεύομαι, συναντιέμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης réunir
μαζεύω, συγκεντρώνωverbe transitif (des personnes, des documents) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons regroupé (or: réuni) les feuilles en plusieurs tas. Μαζέψαμε τα φύλλα σε σωρούς. |
μαζεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rassemblez (or: Réunissez) tout le monde afin que nous puissions démarrer la représentation musicale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όλα τα ξωτικά συνάχτηκαν στο δάσος. |
επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ
|
συγκεντρώνω, συναθροίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδυάζωverbe transitif (des éléments) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπverbe transitif J'ai contribué à réunir ma mère et son père qu'elle avait perdu de vue. Βοήθησα ώστε να επανασυνδεθεί η μαμά μου με τον χαμένο πατέρα της. |
κατεβάζωverbe transitif (Base-ball, Cricket : une équipe) (σε αγώνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont réuni une équipe très compétente. Κατέβασαν μια ιδιαίτερα ικανή ομάδα. |
βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν)(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Με τις παρατηρήσεις του, ο πολιτικός εξίσωσε τις διάφορες εγκληματικές ενέργειες του αντιπάλου του, χωρίς να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. |
φέρνω κπ/κτ κοντάverbe transitif |
βάζω μαζίverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλώ, προσκαλώ, συγκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω, συγκεντρώνω(des objets) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mère ramassa les jouets des enfants qui étaient par terre. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μάζεψε όλες τις πληροφορίες που μπορούσε να βρει για το θέμα. |
ενώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω κπ/κτ μαζί με κπ/κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Regroupons les jetons rouges avec les jetons noirs. |
συγκεντρώνωverbe transitif (de l'argent, des fonds) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a récolté (or: réuni) cinq mille dollars pour l'association caritative. Μαζέψαμε πέντε χιλιάδες δολάρια για το φιλανθρωπικό σκοπό. |
ενώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'amour de Daphné pour George unissait son âme à la sienne pour l'éternité. |
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les responsables doivent se réunir pour discuter du problème. Οι αρχηγοί της ομάδας πρέπει να μαζευτούν για να συζητήσουν το πρόβλημα. |
μαζεύομαιverbe pronominal (personnes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les gens se rassemblèrent (or: se réunirent) pour la cérémonie. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε για την τελετή. |
συγκαλώ ξανά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεδριάζω(parlement) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le parlement siège en ce moment. |
ο κανόνας των έξι(Pandémie, Royaume-Une) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κοινωνική φούσκαnom masculin (Royaume-Uni, pandémie) (εν καιρώ πανδημίας) |
επανασυνεδριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαζεύομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les manchots se regroupent parfois pour partager leur chaleur corporelle. |
συγχωνεύω, ενώνω(κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω όπως-όπωςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si nous avions réussi à réunir plus d'argent, nous aurions pu nous offrir la maison de nos rêves. |
κάνω αύξηση κεφαλαίουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγκέντρωση μόνο για γυναίκεςverbe pronominal (ΗΠΑ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Samedi, on se réunit entre filles ; tu viendras ? |
κάθομαι στο τραπέζι συναλλαγών/διαπραγματεύσεωνlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενσωματώνωverbe transitif (κάτι σε κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκαλώ σύσκεψηverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνέρχομαι, συνεδριάζωverbe pronominal (personnes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous nous réunissons une fois par mois au centre communautaire. Συνερχόμαστε (or: συνεδριάζουμε) μια φορά τον μήνα στο κέντρο της κοινότητας. |
συνδέω, ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενώνομαι για να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Des pays des quatre coins du monde se sont réunis pour célébrer le Nouvel An. |
μαζεύω, βάζωverbe transitif (κτ μαζί με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bambin regroupa les billes rouges avec les billes jaunes. Το νήπιο μάζεψε τις κόκκινες χάντρες μαζί με τις κίτρινες. |
συνέρχομαι, συνεδριάζωverbe pronominal (groupe) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le syndicat se réunira mardi. Το σωματείο θα συνέλθει (or: συνεδριάσει) την Τρίτη. |
μαζεύομαι, συναντιέμαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'équipe de projet s'est réunie en petit comité afin de discuter des tâches de chaque membre pour la journée. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του réunir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του réunir
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.