Τι σημαίνει το manquer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης manquer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του manquer στο Γαλλικά.

Η λέξη manquer στο Γαλλικά σημαίνει δεν πετυχαίνω, χάνω, χάνω, χάνω, δεν βρίσκω, δεν συναντώ, μου λείπει, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μου λείπει, μου λείπει, δεν έχω, πολύς, άφθονος, θάβω, μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου, που του λείπει κτ, αδικαιολογήτως απών, αδικαιολογήτως απών, ακόμα δε βγήκα από το αβγό, αγύμναστος, υποστελεχωμένος, που του λείπει εξάσκηση, παρά λίγο να κάνω κτ, θα μου λείψεις, Σα δε ντρέπεσαι!, ανορεξία, ανδρείκελο, χάνω την ευκαιρία, δεν έχω χρόνο, δεν προλαβαίνω, δεν μου κόβει, δεν έχω χρόνο, ποτέ δε σταματώ, στερούμαι, έχω έλλειψη σε, δεν πετυχαίνω τον στόχο, αθετώ, χρειάζομαι, είμαι δύσπιστος, δείχνω ασέβεια σε κπ, στημένος, μου λείπει, αστοχώ, τελειώνω, έχω ξεμείνει από κτ, παραμελώ, αμελώ, προσβάλλω, θίγω, μιλάω άσχημα σε κπ, πατώνω, μαραζώνω για κπ/κτ, πνίγομαι με κτ, πλήρης, λίγο λιγότερο από, μου λείπει κτ, μείον, μου τελειώνει κτ, εξαντλούμαι, τελειώνω, χρειάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης manquer

δεν πετυχαίνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le batteur a manqué la balle.
Ο ροπαλοφόρος δεν πέτυχε την μπάλα.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gardien de but a manqué la balle.
Ο τερματοφύλακας έχασε τη μπάλα.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bombe a manqué sa cible.
Η βόμβα έχασε τον στόχο της.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pete s'est réveillé tard et a manqué la réunion.
Ο Πιτ παρακοιμήθηκε και έχασε το μίτινγκ.

δεν βρίσκω, δεν συναντώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis vraiment désolé de t'avoir manquée à la gare.
Λυπάμαι πραγματικά που δεν σε πέτυχα στον σταθμό.

μου λείπει

verbe transitif (κυρ, καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il lui manque certaines compétences essentielles en langues.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Του λείπουν βασικά προσόντα για να πάρει αυτή τη δουλειά.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbe transitif (Golf)

μου λείπει

verbe transitif indirect (inversion sujet/objet)

Leur père leur manque quand il part en voyage d'affaires.
Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές.

μου λείπει

verbe transitif indirect (inversion sujet/objet)

Les montagnes de mon pays me manquent.
Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας.

δεν έχω

verbe transitif indirect

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La notice manque d'informations sur les effets secondaires de ce médicament.
Η ετικέτα δεν έχει πληροφορίες για τις παρενέργειες του φαρμάκου.

πολύς, άφθονος

(beaucoup)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vous trouverez une réserve abondante de fournitures dans ce placard.

θάβω

(αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura a toujours voulu rentrer chez elle depuis qu'elle a quitté la maison.
Η Λώρα νιώθει νοσταλγία για το σπίτι της από τότε που μετακόμισε.

που του λείπει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Του φαγητό του λείπει αλάτι.

αδικαιολογήτως απών

(Militaire)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Quand les soldats ont trouvé le lit de leur camarade vide, ils ont compris qu'il avait abandonné son poste (or: déserté).

αδικαιολογήτως απών

(Militaire)

Αρνήθηκε να γυρίζει πίσω στη βάση μετά την άδειά του και έτσι κηρύχθηκε αδικαιολογήτως απών.

ακόμα δε βγήκα από το αβγό

(μεταφορικά: απειρία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγύμναστος

locution verbale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υποστελεχωμένος

locution verbale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που του λείπει εξάσκηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρά λίγο να κάνω κτ

Attention avec cette canne ! Tu m'as presque éborgné !
Πρόσεχε με το ραβδί! Σχεδόν μου έβγαλες το μάτι!

θα μου λείψεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au revoir, mon fils. Tu vas me manquer.

Σα δε ντρέπεσαι!

locution verbale (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Tu ne manques pas d'air de rompre avec Viviane par SMS.

ανορεξία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai souvent un manque d'appétit (or: Je manque souvent d'appétit) quand il fait très chaud
Συχνά υποφέρω από ανορεξία όταν έχει πολλή ζέστη. Η ανορεξία είναι σημάδι ότι ο σκύλος σας είναι άρρωστος.

ανδρείκελο

locution verbale (personne)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χάνω την ευκαιρία

locution verbale

Je ne manque jamais une chance de voyager à l'étranger.

δεν έχω χρόνο, δεν προλαβαίνω

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν έχω χρόνο για ψιλοκουβέντα.

δεν μου κόβει

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω χρόνο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ποτέ δε σταματώ

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La bêtise de ce présentateur radio ne manquera jamais de m'étonner.

στερούμαι, έχω έλλειψη σε

verbe transitif indirect

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όποιος διακόσμησε αυτό το δωμάτιο στερείται καλού γούστου. Ότι ελλείψεις έχουμε σε εμπειρία, τις αναπληρώνουμε με τον ενθουσιασμό μας.

δεν πετυχαίνω τον στόχο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αθετώ

(sa parole, un contrat, des promesses)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon père n'a pas honoré sa promesse de m'emmener camper ce week-end.

χρειάζομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le refuge des SDF manque de couvertures.
Το άσυλο των αστέγων έχει ανάγκη από κουβέρτες.

είμαι δύσπιστος

verbe transitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Elle a douté de lui depuis le début.
Δυσπιστούσε απέναντί του από την αρχή.

δείχνω ασέβεια σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Comment osez-vous autant manquer de respect envers vos aînés ?

στημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le jeu de la nouvelle star de la télé était tellement artificiel (or: manquait tellement de naturel) que cela semblait incroyable ; heureusement, les gens étaient prêts à le regarder simplement pour sa beauté.
Ήταν απίστευτο το πόσο αφύσικη ήταν η ερμηνεία του νέου τηλεοπτικού αστέρα. Ευτυχώς, ο κόσμος ήταν έτοιμος να τον δει για την εξωτερική του εμφάνιση και μόνο.

μου λείπει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je dois aller faire des courses : nous sommes à court de pain et de lait.
Πρέπει να πάω για ψώνια· μας έχει τελειώσει το ψωμί και το γάλα.

αστοχώ

locution verbale (figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελειώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si le matériel médical vient à manquer, des vies seront mises en danger.
Εάν αφήσουμε τα ιατρικά αναλώσιμα να τελειώσουν θα κινδυνέψουν ζωές.

έχω ξεμείνει από κτ

verbe transitif indirect (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai dû aller faire les courses car nous manquions de lait.
Έπρεπε να πάω για ψώνια μιας και είχαμε ξεμείνει εντελώς από γάλα.

παραμελώ, αμελώ

(à un devoir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le soldat a manqué à ses devoirs et a été renvoyé de l'armée.
Ο στρατιώτης παραμέλησε τα καθήκοντά του και αποτάχθηκε από τον στρατό.

προσβάλλω, θίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter n'aimait pas John et lui manquait de respect à chaque occasion qu'il avait.
Ο Πίτερ δεν συμπαθούσε τον Τζον και τον πρόσβαλλε (or: τον υποτιμούσε) με κάθε ευκαιρία.

μιλάω άσχημα σε κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mère de Hank l'a réprimandé pour avoir fait coupé ses invités et leur avoir manqué de respect.

πατώνω

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les extraits du film étaient prometteurs, mais il a fait un bide.
Οι κριτικές για την ταινία φαίνονταν καλές, αλλά πάτωσε.

μαραζώνω για κπ/κτ

(soutenu)

πνίγομαι με κτ

Jim manque toujours de s'étouffer avec les cachets qu'il doit prendre
Ο Τζιμ πάντα πνίγεται με τα χάπια όταν πρέπει να τα καταπιεί.

πλήρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oui, on a encore beaucoup de spaghetti.
Ναι, από μακαρόνια είμαστε φουλ και δεν θα χρειαστεί να πάρουμε άλλα για εβδομάδες.

λίγο λιγότερο από

verbe transitif indirect

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il me manque de l'argent sur les 300 dollars dont j'ai besoin pour acheter la nouvelle chaîne hi-fi.

μου λείπει κτ

verbe transitif indirect

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le nouveau leader du parti manque de charme, il ne va jamais rallier de nouveaux électeurs.

μείον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il nous manque déjà 30 euros alors que nous venons de commencer.
Έχουμε πέσει έξω κατά τριάντα δολάρια και έχουμε μόλις ξεκινήσει.

μου τελειώνει κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαντλούμαι, τελειώνω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je vois qu'on commence à manquer de sucre : on ferait mieux d'en acheter la prochaine fois qu'on va faire les courses.

χρειάζομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma petite sœur toute mignonne ne manque pas d'attention.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του manquer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του manquer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.