Τι σημαίνει το roar στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης roar στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του roar στο Αγγλικά.

Η λέξη roar στο Αγγλικά σημαίνει βρυχηθμός, βουή, βοή, βρυχώμαι, ουρλιάζω, βουή, βοή, βουίζω, λυσσομανάω, λυσσομανώ, κακαρίζω, περνάω με θόρυβο, ξεσπώ σε γέλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης roar

βρυχηθμός

noun (sound made by a lion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The lion's roar could be heard throughout the jungle.
Ο βρυχηθμός του λιονταριού ακουγόταν σε ολόκληρη τη ζούγκλα.

βουή, βοή

noun (figurative (person, group: loud utterance) (με γενική: κάποιου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The team was encouraged by the roar of the crowd.
Οι φωνές του πλήθους ενθάρρυναν την ομάδα.

βρυχώμαι

intransitive verb (lion, etc.: growl loudly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The lion saw the elephant and roared.
Το λιοντάρι είδε τον ελέφαντα και βρυχήθηκε.

ουρλιάζω

(figurative (person: yell, shout) (σε κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When Brian's boss discovered his mistake, she roared at him to come into her office.
Όταν η αφεντικίνα του Μπράιαν ανακάλυψε το λάθος του, του φώναξε αγριεμένα (or: φώναξε θυμωμένα) να έρθει στο γραφείο της.

βουή, βοή

noun (figurative (traffic, ocean, etc.: loud noise) (με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I sat on the edge of the cliff and listened to the ocean's roar. Karen couldn't hear what Jon was saying above the roar of the traffic.
Κάθισα στην άκρη του γκρεμού και άκουγα τη βουή (or: βοή) της θάλασσας.

βουίζω

intransitive verb (figurative (traffic: make loud noise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cars roared down the street.
Τα αυτοκίνητα βούιζαν στον δρόμο.

λυσσομανάω, λυσσομανώ

intransitive verb (figurative (fire: burn fiercely)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fire roared in the grate.
Η φωτιά λυσσομανούσε στο τζάκι.

κακαρίζω

intransitive verb (figurative (laugh loudly) (μτφ, πιθανά προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bill roared at Janet's joke.
Ο Μπιλ γέλασε δυνατά με το αστείο της Τζάνετ.

περνάω με θόρυβο

(figurative (vehicle: go past noisily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The traffic on the motorway roared by.

ξεσπώ σε γέλια

verbal expression (laugh loudly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the clown fell over, the audience roared with laughter.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του roar στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.