Τι σημαίνει το rob στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rob στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rob στο Αγγλικά.

Η λέξη rob στο Αγγλικά σημαίνει ληστεύω, κτ κλάπηκε από κπ/κτ, ληστεύω, κλέβω κτ από κπ, ληστεύω, κλέβω, κατακλέβω, αδικώ, ληστεύω, αποπληρώνω χρέος με δάνειο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rob

ληστεύω

transitive verb (steal from a bank, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police are seeking two suspects who robbed a corner shop on Saturday.
Η αστυνομία αναζητά δύο υπόπτους που λήστεψαν ένα γωνιακό μαγαζί το Σάββατο.

κτ κλάπηκε από κπ/κτ

(often passive (steal [sth] from [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
According to the police, the store was robbed of more than 5,000 dollars. The pickpockets robbed the tourists of their wallets.
Οι πορτοφολάδες έκλεψαν τα πορτοφόλια των τουριστών.

ληστεύω

transitive verb (often passive (steal from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark's been afraid to go out since he was robbed in the street.
Ο Μαρκ φοβάται να βγει έξω από τότε που τον έκλεψαν (or: τον λήστεψαν) στον δρόμο.

κλέβω κτ από κπ

(figurative, often passive (deprive [sb] of [sth]) (μεταφορικά)

You've robbed me of everything but my dignity! She had to start working when she was 12 years old so she was robbed of her youth.
Ξεκίνησε να δουλεύει στα 12 της οπότε στερήθηκε τη νιότη της.

ληστεύω, κλέβω, κατακλέβω

transitive verb (figurative, informal (overcharge deliberately) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Twenty pounds for this? That shopkeeper robbed you!

αδικώ

transitive verb (figurative, usually passive, informal (deprive unfairly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The referee got it totally wrong! We were robbed!

ληστεύω

transitive verb (law: steal) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποπληρώνω χρέος με δάνειο

verbal expression (figurative (incur a debt to pay another)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rob στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.