Τι σημαίνει το shout στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shout στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shout στο Αγγλικά.

Η λέξη shout στο Αγγλικά σημαίνει φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω σε κπ, φωνή, κραυγή, κέρασμα, κερνάω κτ σε κπ, μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσει, φωνάζω, φωνάζω, ουρλιάζω, κάνω μνεία σε κπ, κερνάω μια μπύρα, ουρλιάζω, έκφραση αναγνώρισης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shout

φωνάζω

intransitive verb (yell)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fiona could hear the boss shouting from outside the building.
Η Φιόνα άκουγε απέξω το αφεντικό που φώναζε.

φωνάζω

intransitive verb (talk too loudly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm right next to you; there's no need to shout!
Είμαι ακριβώς δίπλα σου. Δεν χρειάζεται να φωνάζεις!

φωνάζω

transitive verb (say loudly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim shouted something out of the window, but I couldn't hear what he was saying.
Ο Τζιμ φώναξε κάτι από το παράθυρο, αλλά δεν μπορούσα να τον ακούσω.

φωνάζω σε κπ

(raise one's voice angrily at)

If I don't shout at the children, they take no notice of me.
Αν δεν φωνάξω (or: βάλω τις φωνές) στα παιδιά, δεν με προσέχουν.

φωνή, κραυγή

noun (yell)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hunter gave a shout when he spotted his quarry.

κέρασμα

noun (informal, UK, AU (treat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you fancy going out for dinner tonight? My shout.

κερνάω κτ σε κπ

transitive verb (informal, UK, AU (buy drink, etc. for [sb])

Chris shouted Mark a beer.

μιλάω πιο δυνατά για να κάνω κπ να σιωπήσει

phrasal verb, transitive, separable (speak more loudly than)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jennifer tried to talk at the convention but the delegates shouted her down.
Η Τζένιφερ προσπάθησε να μιλήσει στο συνέδριο αλλά οι αντιπρόσωποι φώναζαν και δεν την άφησαν να ακουστεί.

φωνάζω

phrasal verb, transitive, separable (say aloud)

The teacher told her to put up her hand instead of shouting out the answer.
Η δασκάλα της είπε να σηκώνει το χέρι της αντί να φωνάζει την απάντηση.

φωνάζω, ουρλιάζω

phrasal verb, intransitive (call, cry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He shouted out in pain.
Φώναξε από τον πόνο.

κάνω μνεία σε κπ

verbal expression (informal (acknowledge by name)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
During his speech, the student gave a shout-out to the teachers who had encouraged him.

κερνάω μια μπύρα

verbal expression (UK, slang (buy a beer for [sb] in pub or bar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ουρλιάζω

verbal expression (informal (rant, shout at length)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was shouting his head off but nobody heard him over the noise of the crowd. OK, I heard you - you don't have to shout your head off!

έκφραση αναγνώρισης

noun (informal (acknowledgment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shout στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shout

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.