Τι σημαίνει το s'allonger στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης s'allonger στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'allonger στο Γαλλικά.

Η λέξη s'allonger στο Γαλλικά σημαίνει απλώνω, τεντώνω, αραιώνω, επιμηκύνω, επεκτείνω, επιμηκύνω, -, τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω, αυξάνω, λεπταίνω, μικραίνω, ξοδεύω, χαλάω, ξαπλώνω, απλώνομαι, τεντώνομαι, ξαπλώνω, ξαπλώνω, ύπνος, ξαπλώνω, τεντώνομαι, απλώνω, τεντώνω, ξαπλώνω, ξαπλώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης s'allonger

απλώνω, τεντώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu étends le bras, tu dois pouvoir m'atteindre.
Εάν απλώσεις το χέρι σου μάλλον μπορείς να με φτάσεις.

αραιώνω

(sauce, soupe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La soupe est trop épaisse, il faut la délayer (or: l'allonger).
Η σούπα είναι πολύ πυκνή. Πρέπει να την αραιώσουμε λιγάκι.

επιμηκύνω, επεκτείνω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le but de l'opération est d'allonger ses os.
Ο σκοπός της εγχείρησης είναι να επιμηκύνουν τα κόκαλά της.

επιμηκύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

-

verbe transitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Je l'ai allongée pour la sieste.
Την έβαλα για ύπνο.

τα σκάω, τα ακουμπάω, τα στάζω

(familier) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αν θέλει εισιτήρια για τη συναυλία καλά θα κάνει να μου σκάσει πρώτα το παραδάκι.

αυξάνω

(την ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand tu conduis sur l'autoroute, tu dois accélérer.

λεπταίνω, μικραίνω

verbe transitif (un liquide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξοδεύω, χαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son père va devoir débourser une belle somme pour son mariage.
Ο πατέρας της θα πρέπει να ξοδέψει πολλά χρήματα για να πληρώσει για τον γάμο της.

ξαπλώνω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je suis fatiguée, je vais aller m'allonger un peu. L'homme a dû s'allonger sur la table pour que le médecin examine son abdomen.
Είμαι πολύ κουρασμένη, γι' αυτό θα πάω να ξαπλώσω. Ο άντρας έπρεπε να ξαπλώσει στο κρεβάτι για να εξετάσει ο γιατρός την κοιλιά του.

απλώνομαι, τεντώνομαι, ξαπλώνω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'aime m'étendre sur le sofa et me relaxer devant la TV après une dure journée de travail.
Μου αρέσει απλά να ξαπλώνω στον καναπέ και να χαλαρώνω μπροστά στην τηλεόραση μετά από μια δύσκολη μέρα στο γραφείο.

ξαπλώνω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'aime m'allonger et me relaxer dans mon nouveau fauteuil.

ύπνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je vais dans la chambre pour une sieste après le déjeuner.

ξαπλώνω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τεντώνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le chat s'allonge sur la couverture comme un lion au soleil.
Η γάτα τεντώνεται στην κουβέρτα όπως ένα λιοντάρι στον ήλιο.

απλώνω, τεντώνω, ξαπλώνω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαπλώνω

(position)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle est allongée sur le lit sans dormir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κειτόταν ακίνητος, και η γυναίκα του νόμισε ότι είχε πεθάνει.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'allonger στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.