Τι σημαίνει το rôle στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rôle στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rôle στο Γαλλικά.
Η λέξη rôle στο Γαλλικά σημαίνει ρόλος, ρόλος, ρόλος, ρόλος, καθήκον, κοινωνική θέση, ρόλος, θέση, δουλειά, πινάκιο, ψυχόδραμα, επώνυμος ρόλος, το να αναθέτεις διαρκώς ίδιου τύπου ρόλους, με πρωταγωνιστή τον, μεσολαβώ, διαδοχικά, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αρχισυνταξία, κινητήρια δύναμη, πρωταγωνιστικός ρόλος, πρώτος γυναικείος ρόλος, όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής, δεύτερος ρόλος, συμμετοχή, ανάμιξη, μικρός ρόλος, ρόλος, δεύτερος ρόλος, ρόλος με λόγια, κομπάρσος, βουβός ρόλος, αναπαράσταση, ενεργός ρόλος, αιτιώδης ρόλος, καθοριστικός παράγοντας, αποφασιστικός παράγοντας, πρωταγωνιστικός ρόλος, αριθμός πελάτη, παιχνίδι ρόλων, φέρω μέρος της ευθύνης για κτ, παίζω, παίζω το ρόλο του, παίζω ρόλο, συμμετέχω, παίζω το ρόλο, επιλέγω κπ για τον ρόλο, μεσολαβώ, λειτουργώ ως, έχω το ρόλο του, παίζω ρόλο, συμμετέχω, βουβός, εναλλάξ, προστάτης, εστιασμός, μικρός ρόλος, γυναίκα με μητρικό ρόλο, το να παίζω ένα ρόλο, συμμετέχω σε κτ, ξαναδοκιμάζω, καίριος, καθοριστικός, τυποποιημένος, προβλέψιμος, του παιχνιδιού ρόλων, παίζω ρόλο σε κτ, παίζω το ρόλο του αντικαταστάτη, που παίζει ουσιαστικό ρόλο, που συμβάλλει ουσιαστικά, που παίζει ουσιαστικό ρόλο, πρωταγωνιστικός ρόλος, συμπρωταγωνιστής, συμπρωταγωνίστρια, είμαι το πρώτο όνομα, είμαι το πρώτο όνομα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rôle
ρόλοςnom masculin (Théâtre) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je joue le rôle d'Ophélie. Παίζω τον ρόλο της Οφηλίας. |
ρόλοςnom masculin (Cinéma) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle a obtenu un petit rôle dans son nouveau film. Πήρε έναν μικρό ρόλο στην καινούρια του ταινία. |
ρόλοςnom masculin (figuré) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ce groupe extrémiste a sûrement un rôle dans ce complot. Αυτή η εξτρεμιστική ομάδα έπαιξε σίγουρα κάποιο ρόλο σε αυτή την σκευωρία. |
ρόλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Brad a obtenu le rôle de Hamlet. Ο Μπραντ πήρε το ρόλο του Άμλετ. |
καθήκον(devoir) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'était le rôle du contrôleur de vérifier les billets. |
κοινωνική θέσηnom masculin Son rôle est de contrôler les entrées dans l'immeuble. |
ρόλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mon rôle (or: devoir) est de superviser le projet. Ο ρόλος μου είναι να επιβλέπω το έργο. |
θέση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les gens n'arrivent pas à se mettre d'accord sur la place de la science dans la théologie. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa fonction (or: mission) était de réapprovisionner les rayons au magasin. Η δουλειά του ήταν να ανεφοδιάζει τα ράφια στο κατάστημα. |
πινάκιο(Droit) (νομική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψυχόδραμα(Médecine) (είδος ψυχοθεραπείας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επώνυμος ρόλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
το να αναθέτεις διαρκώς ίδιου τύπου ρόλους(des acteurs) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'actrice se plaignait du catalogage des femmes au cinéma. Η ηθοποιός διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι οι γυναίκες επιλέγονται συνεχώς για ίδιου τύπου ρόλους στις ταινίες. |
με πρωταγωνιστή τον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεσολαβώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαδοχικάlocution adverbiale (courant) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντοςnom masculin (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Elle a tenu le rôle principal lorsqu'elle a été choisie pour représenter l'école pendant cet événement. |
αρχισυνταξία(τύπος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κινητήρια δύναμηlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρωταγωνιστικός ρόλοςnom masculin Mon fils a obtenu le premier rôle dans la pièce de l'école. |
πρώτος γυναικείος ρόλοςnom masculin (παίζω, έχω) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερήςnom masculin (Cinéma,...) (σχεδόν ίδιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεύτερος ρόλοςnom masculin (μεταφορικά) Il n'avait pas besoin d'être la star de tous les films, il était heureux de jouer des seconds rôles. |
συμμετοχή, ανάμιξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μικρός ρόλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai eu un tout petit rôle dans la pièce : je dis deux lignes. |
ρόλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δεύτερος ρόλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ρόλος με λόγιαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κομπάρσοςnom masculin (Cinéma) (σε μικρό, συνήθως βωβό ρόλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il a remporté une récompense de meilleur second rôle. |
βουβός ρόλοςnom masculin (θέατρο, κινηματογράφος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Ζήτησε ρόλο που να μην έχει λόγια, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να τα αποστηθίσει. |
αναπαράστασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) « Aujourd'hui, nous allons faire un jeu de rôle », dit le professeur. «Σήμερα θα κάνουμε μια άσκηση αναπαράστασης,» είπε ο δάσκαλος. |
ενεργός ρόλοςnom masculin Maintenant, je joue un rôle actif dans la politique locale. |
αιτιώδης ρόλοςnom masculin (λόγιος) La stratégie du général a joué un rôle déterminant dans l'issue de la bataille. |
καθοριστικός παράγοντας, αποφασιστικός παράγονταςlocution verbale Le beau jardin a joué un rôle décisif dans l'achat de la maison. |
πρωταγωνιστικός ρόλοςnom masculin Elle a passé une audition et obtenu le premier rôle dans "Carousel". |
αριθμός πελάτηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Certaines sociétés de crédit immobilier ont un numéro de rôle. |
παιχνίδι ρόλωνnom masculin (παιδαγωγικά, ψυχοθεραπεία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φέρω μέρος της ευθύνης για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lewis a nié avoir joué un rôle dans la tentative de meurtre. |
παίζωlocution verbale (σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'aimerais bien avoir un rôle dans la comédie musicale du lycée, alors je vais passer l'audition. |
παίζω το ρόλο τουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Humphrey Bogart et Ingrid Bergman étaient dans "Casablanca" et Dooley Wilson jouait le rôle de Sam. |
παίζω ρόλο, συμμετέχωlocution verbale (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Plusieurs fidèles de Nixon ont joué un rôle dans le scandale du Watergate. Αρκετοί υποστηρικτές του Νίξον έπαιξαν ρόλο στο σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ. |
παίζω το ρόλοlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il espère que le réalisateur lui proposera de jouer le rôle principal. |
επιλέγω κπ για τον ρόλοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεσολαβώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λειτουργώ ως, έχω το ρόλο του
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'étais l'aîné de 12 enfants alors quand nos parents sont morts, j'ai dû jouer le rôle de chef de famille. |
παίζω ρόλο, συμμετέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon frère joue un rôle dans une nouvelle mise en scène du « Fantôme de l'Opéra ». Mon frère joue un rôle dans le nouveau spectacle de ce théâtre. |
βουβόςnom masculin (θέατρο, κινηματογράφος: ρόλος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le pauvre, il ne gagne pas très bien sa vie : il tient des rôles muets dans des sketches à la radio. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μολονότι ο ρόλος του δεν είχε λόγια, η βουβή ερμηνεία του ήταν αξιομνημόνευτη. |
εναλλάξ
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous avons bu la bouteille chacun notre tour (or: à tour de rôle) jusqu'à ce qu'elle soit vide. Οι δυο μας πίναμε εναλλάξ απ' το μπουκάλι μέχρι που άδειασε. |
προστάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'agence fait office d'association de défense des consommateurs dans le domaine de l'eau. Η υπηρεσία λειτουργεί ως φύλακας της εταιρείας ύδρευσης. |
εστιασμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μικρός ρόλοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γυναίκα με μητρικό ρόλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand il perdit sa mère, sa tante lui servit de figure maternelle. |
το να παίζω ένα ρόλοnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμμετέχω σε κτ(participer) Ce fut une vraie démarche collective, presque tout le monde a joué un rôle dans (or: a pris part à) la création de la newsletter. |
ξαναδοκιμάζωlocution verbale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand l'acteur célèbre est mort, le réalisateur a dû redistribuer le rôle. |
καίριος, καθοριστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Votre travail dans cette compagnie est important. |
τυποποιημένος, προβλέψιμοςlocution adjectivale (ηθοποιός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
του παιχνιδιού ρόλωνlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω ρόλο σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La tendance d'Olivier à faire confiance aux gens trop facilement a participé à sa chute. |
παίζω το ρόλο του αντικαταστάτηlocution verbale (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που παίζει ουσιαστικό ρόλο, που συμβάλλει ουσιαστικά(σε κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La soprano a contribué grandement à l'opéra. |
που παίζει ουσιαστικό ρόλο(στο να γίνει κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρωταγωνιστικός ρόλος(Cinéma) (ρόλος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Savez-vous qui va jouer le rôle principal dans ce film ? Le rôle principal du film est tenu par une actrice célèbre. Ξέρεις ποιος θα παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την ταινία; Η πρωταγωνίστρια της ταινίας ήταν μια διάσημη ηθοποιός. |
συμπρωταγωνιστής, συμπρωταγωνίστριαnom masculin (Cinéma) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Le jeune acteur était excellent dans son second rôle aux côtés de l'acteur principal. |
είμαι το πρώτο όνομα(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tim savait que son groupe avait réussi lorsqu'il a eu la chance d'être en tête d'affiche à un festival de musique. |
είμαι το πρώτο όνομα(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) John était la tête d'affiche du concert mais la plus grande partie du public venait pour voir sa première partie. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rôle στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του rôle
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.