Τι σημαίνει το rire στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rire στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rire στο Γαλλικά.

Η λέξη rire στο Γαλλικά σημαίνει γελάω, γελώ, γέλιο, γέλιο, γέλιο, γέλιο, γέλιο από τη μύτη, πλάκα, γελώ με κπ/κτ, κοροϊδεύω, πνιχτό γελάκι, νευρικό γελάκι, ξεσπώ σε γέλια, χαχανίζω, χαχανητό, χάχανο, χαχάνισμα, χαχανητό, γελώ, χαχανίζω, ειρωνικό γέλιο, ξερός, πεθαίνω, τρελαίνω, πεθαίνω, ανέκφραστος, χαζογελώντας, γελώντας νευρικά, ξεκαρδιστικός, δακρίζω από τα γέλια, κλαίω από τα γέλια, λύνομαι στα γέλια, ευχάριστος, ανεξέλεγκτα, αστεία, στα αστεία, για πλάκα, υστερικά, γέλιο, χάχανο, τρανταχτό γέλιο, γέλιο, ξέσπασμα γέλιου, στεγνό χιούμορ, πηγαίο γέλιο, χαχανητό, χάχανο, ξέσπασμα γέλιου, συγκρατώ τα γέλια μου, γελάω στα μούτρα κπ, κλαίω από τα γέλια, ξεσπάω σε γέλια, διπλώνομαι από τα γέλια, γελώ δυνατά/ηχηρά, γελώ δυνατά, ξεκαρδίζομαι, αψηφώ, βάζω τα γέλια, γελάω κάτω από τα μουστάκια μου, κάνω κπ να ξεκαρδιστεί στα γέλια, χαμογελώ πονηρά, χαμογελώ αυτάρεσκα, λύνομαι στα γέλια, αψηφώ, αγνοώ, ξεκαρδισμένος, ειρωνικό χιούμορ, ειρωνεία, τρελαίνομαι στο γέλιο, λύνομαι στα γέλια, ξεκαρδίζομαι, παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας, διπλώνομαι στα γέλια, αψηφώ, περιφρονώ, κάνω κπ να γελάσει, κάνω κπ να ξεκαρδιστεί, πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια, πεθαίνω στα γέλια, υστερία, γιουχάρω, γιουχαΐζω, κακαρίζω, γελώ πνιχτά, που έχει πολύ γέλιο, που έχει πολλή πλάκα, πνιχτό γελάκι, ξεκαρδίζομαι στα γέλια, σκάω στα γέλια, ξεκαρδίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rire

γελάω, γελώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η βραδιά ήταν ευχάριστη και όλοι γελούσαν στο πάρτυ.

γέλιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On entendait son rire depuis la pièce voisine.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προς τι ο γέλωτας;

γέλιο

nom masculin (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle pouvait entendre les rires provenant de la salle d'à côté.
Ο Κάιλ άκουγε γέλια από το διπλανό δωμάτιο.

γέλιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Leurs rires m'ont tenu éveillé pendant la moitié de la nuit.
Το γέλιο τους με κράτησε ξύπνιο τη μισή νύχτα.

γέλιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le rire aide les gens à soulager le stress.
Το γέλιο βοηθά τους ανθρώπους να χαλαρώνουν από το άγχος.

γέλιο από τη μύτη

nom masculin (avec un petit grognement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avec un petit rire amusé, Karen s'est retournée.
Με ένα ρουθούνισμα που μαρτυρούσε ότι διασκέδαζε, η Κάρεν έφυγε.

πλάκα

(familier) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est venu à l'école en robe, juste pour rigoler.

γελώ με κπ/κτ

On a tous ri pendant le film. Mon copain rit à toutes mes blagues, même quand elles ne sont pas drôles.
Όλοι γελάσαμε με την ταινία. Το αγόρι μου γελάει με τα αστεία μου, ακόμα και όταν δεν έχουν πλάκα.

κοροϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais que tu ne te moques pas de moi : ce n'est pas drôle !
Θα ήθελα να μην με κοροϊδεύεις, δεν έχει πλάκα!

πνιχτό γελάκι, νευρικό γελάκι

ξεσπώ σε γέλια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαχανίζω

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les garçons gloussaient et se faisaient des messes basses.
Τα αγόρια χαχάνιζαν και ψυθίριζαν μεταξύ τους.

χαχανητό, χάχανο

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kate laissa échapper un gloussement.
Η Κέιτ έβγαλε ένα νευρικό χάχανο.

χαχάνισμα, χαχανητό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'entendais le rire de papa depuis le couloir.
Άκουγα το χαχανητό του πατέρα από τον διάδρομο.

γελώ, χαχανίζω

(δυνατά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jack s'est esclaffé à la blague de l'humoriste.

ειρωνικό γέλιο

Chaque fois que l'enseignant faisait une erreur, les enfants essayaient de retenir leurs ricanements (or: rires moqueurs).
Κάθε φορά που η καθηγήτρια έκανε λάθος, τα παιδιά προσπαθούσαν να κρύψουν τα ειρωνικά γέλια τους.

ξερός

adjectif invariable (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les gens ne comprennent pas toujours son humour pince-sans-rire.

πεθαίνω, τρελαίνω

(familier) (καθομ, μτφ: διασκεδάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu me tues ! C'est trop drôle !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα με πεθάνεις (or: τρελάνεις) με τα αστεία σου!

πεθαίνω

(figuré, familier : amuser) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Tu me tues, Laura !", dit Tom en riant.
«Θα με πεθάνεις, ρε Λόρα!», είπε ο Τομ γελώντας.

ανέκφραστος

(sans expression)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a déclaré : « Je vais sur Mars » avec une expression impassible.

χαζογελώντας, γελώντας νευρικά

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ξεκαρδιστικός

locution adjectivale (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce film est vraiment à hurler de rire.

δακρίζω από τα γέλια, κλαίω από τα γέλια

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λύνομαι στα γέλια

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευχάριστος

locution verbale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανεξέλεγκτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αστεία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je disais ça pour rire, mais ton père n'a pas apprécié.

στα αστεία, για πλάκα

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai dit ça pour plaisanter, ne le prends pas au sérieux.

υστερικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γέλιο, χάχανο

nom masculin (δυνατό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
D'un gros rire, Harry s'exclama :« Je n'y crois pas ! »

τρανταχτό γέλιο

nom masculin

γέλιο

nom masculin (δυνατό, θορυβώδες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξέσπασμα γέλιου

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στεγνό χιούμορ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il avait un humour tellement pince-sans-rire qu'il m'a fallu du temps pour savoir s'il plaisantait ou non.

πηγαίο γέλιο

nom masculin (familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαχανητό, χάχανο

nom masculin (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξέσπασμα γέλιου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συγκρατώ τα γέλια μου

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Durant cette piètre prestation, j'ai eu du mal à me retenir de rire.

γελάω στα μούτρα κπ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand il m'a proposé 10 000 $ pour sa camelote, je lui ai ri au nez.

κλαίω από τα γέλια

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous avons failli mourir de rire en voyant Mike dans son costume d'Halloween.

ξεσπάω σε γέλια

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ils ont éclaté de rire quand ils ont vu son costume de clown.

διπλώνομαι από τα γέλια

verbe pronominal (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cette vidéo est à se tordre de rire !

γελώ δυνατά/ηχηρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γελώ δυνατά, ξεκαρδίζομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cette blague m'a fait éclater de rire !

αψηφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il est si courageux qu'il se rit du danger.

βάζω τα γέλια

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γελάω κάτω από τα μουστάκια μου

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να ξεκαρδιστεί στα γέλια

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμογελώ πονηρά, χαμογελώ αυτάρεσκα

(être arrogant)

Η Τζάνετ δεν άντεχε το αφεντικό της και έτσι μειδίασε όταν άκουσε πως τον απόλυσαν.

λύνομαι στα γέλια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'était tellement drôle que j'ai éclaté de rire.
Ήταν τόσο αστείο που λύθηκα στα γέλια.

αψηφώ, αγνοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκαρδισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tout le public a ri aux larmes quand l'acteur s'est accidentellement arrosé.

ειρωνικό χιούμορ, ειρωνεία

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le comédien est connu pour son humour pince-sans-rire.
Ο κωμικός έγινε διάσημος για το ειρωνικό χιούμορ του.

τρελαίνομαι στο γέλιο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λύνομαι στα γέλια, ξεκαρδίζομαι

verbe pronominal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ma sœur s'est tordue de rire (or: s'est écroulée de rire) quand je lui ai raconté ma blague.

παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διπλώνομαι στα γέλια

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce spectacle était tellement drôle que je me suis tordu de rire du début à la fin.

αψηφώ, περιφρονώ

(soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les actions du criminel se riaient de l'autorité.
Η πράξεις του εγκληματία αψήφισαν το καθεστώς.

κάνω κπ να γελάσει

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να ξεκαρδιστεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son histoire m'a fait mourir de rire !
Το ανέκδοτο που είπε με έκανε πραγματικά να ξεκαρδιστώ.

πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια

locution verbale (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le monologue de ce comique était tellement drôle que j'ai éclaté de rire.

πεθαίνω στα γέλια

locution verbale (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υστερία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γιουχάρω, γιουχαΐζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La foule a hué l'arbitre.
Το πλήθος έκραξε τον διαιτητή.

κακαρίζω

locution verbale (μτφ, πιθανά προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bill a éclaté de rire en entendant la blague de Janet.
Ο Μπιλ γέλασε δυνατά με το αστείο της Τζάνετ.

γελώ πνιχτά

locution verbale

που έχει πολύ γέλιο, που έχει πολλή πλάκα

(personne, histoire) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cette blague est désopilante ; tu dois la raconter à Jenna.

πνιχτό γελάκι

nom masculin

ξεκαρδίζομαι στα γέλια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le public a éclaté de rire (or: a hurlé de rire) en entendant la blague de l'humoriste.

σκάω στα γέλια

(sur scène) (την ώρα της παράστασης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκαρδίζομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le nouveau comédien a fait rire la foule aux éclats.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rire στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του rire

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.