Τι σημαίνει το s'écarter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης s'écarter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'écarter στο Γαλλικά.

Η λέξη s'écarter στο Γαλλικά σημαίνει κάνω στην άκρη, παραμερίζω, κάνω στην άκρη, κάνω πέρα, κάνω στην άκρη, ξεφεύγω, φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση, κάνω στην άκρη, μετακινούμαι, αποκλείω, απλώνω, τραβώ στην άκρη, κάνω κπ/κτ στην άκρη, αφήνω κπ/κτ στην άκρη, αποκλείω, παραγκωνίζω, ανοίγω, απλώνω, κεντράρω, απαλλάσσω από τα καθήκοντά του, αποκλείω, ανοίγω, απορρίπτω, αποκλείω, απαλείφω, εξαλείφω, αποτρέπω, αποσοβώ, αποκλείω, σπρώχνω στην άκρη, χωρίζω, απορρίπτω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αγνοώ, παραβλέπω, παραβλέπω, αποτρέπω, σπρώχνω, διώχνω, σπρώχνω, κάνω στην άκρη, σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείω, κακομεταχειρίζομαι, διώχνω, απομακρύνω, απορρίπτω, αποκλείω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, απορρίπτω, χωρίζω, ρίχνω, βγαίνω εκτός θέματος, απομακρύνομαι από κπ/κτ, παρεκκλίνω, χωρίζω, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υπαναχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι από κπ/κτ, παρεκκλίνω από κτ, ξεφεύγω, παρεκκλίνω, παρεκκλίνω από κτ, αποκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ, παραμένω, παρεκκλίνω από κτ, αποκλίνω από κτ, απομακρύνομαι από κτ, παρεκκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ, ξεφεύγω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης s'écarter

κάνω στην άκρη, παραμερίζω

verbe pronominal (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω στην άκρη

verbe pronominal (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veuillez vous écarter pour laisser passer le fauteuil roulant.

κάνω πέρα, κάνω στην άκρη

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεφεύγω

(conversation) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le groupe d'amis parlaient de politique mais on ne sait pas comment, la conversation avait dévié et ils parlaient maintenant de football.

φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le camion a finalement libéré le passage et j'ai pu tourner à droite.

κάνω στην άκρη

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cet impoli a refusé de se pousser (or: de s'écarter) pour me laisser passer.
Ο αγενής άντρας αρνήθηκε να κάνει στην άκρη για να μ' αφήσει να περάσω.

μετακινούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand Paul est arrivé, nous avons dû nous pousser (or: nous décaler) pour lui faire de la place sur le canapé.
Όταν έφτασε ο Πολ έπρεπε όλοι να μετακινηθούμε για να του κάνουμε χώρο στον καναπέ.

αποκλείω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons déjà écarté cette hypothèse.
Τα τελευταία σχόλια της πολιτικού δυστυχώς απέκλεισαν την προοπτική μιας ειρηνικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.

απλώνω

(les doigts, jambes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβώ στην άκρη

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vieille dame écarta les rideaux pour épier à la fenêtre.
Η ηλικιωμένη τράβηξε τις κουρτίνες στην άκρη, για να ατενίσει από το παράθυρο.

κάνω κπ/κτ στην άκρη, αφήνω κπ/κτ στην άκρη

verbe transitif (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle a décidé d'écarter ses pensées négatives et ainsi, elle est devenue plus heureuse.

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous n'avons pas encore écarté l'idée de faire un pique-nique.

παραγκωνίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les nouvelles locales ont été écartées par l'éruption volcanique.
Έβαλαν στην άκρη την παρουσίαση των τοπικών νέων λόγω της ηφαιστειακής έκρηξης.

ανοίγω, απλώνω

(les bras, les jambes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sa mère a écarté les bras en grand pour l'accueillir à la maison.
Η μητέρα της άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της για να την καλωσορίσει στο σπίτι.

κεντράρω

verbe transitif (Mécanique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si vous n'écartez pas les bougies correctement, le moteur aura des ratés.

απαλλάσσω από τα καθήκοντά του

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ανοίξτε τα δάχτυλά σας όσο πιο πολύ μπορείτε.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après six heures de délibération, le jury a rejeté sa version des faits et l'a jugé coupable.
Μετά από έξι ώρες διαβούλευσης, οι ένορκοι απέρριψαν την εκδοχή του για τα γεγονότα και τον έκριναν ένοχο.

αποκλείω, απαλείφω, εξαλείφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les recruteurs écartent (or: éliminent) souvent les candidats qui donnent des informations incomplètes ou qui ne sont à l'évidence pas qualifiés.

αποτρέπω, αποσοβώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On dit que si on prend des vitamines, on peut repousser la grippe.
Λένε ότι άμα πάρεις έξτρα βιταμίνες, ίσως μπορέσεις να αποτρέψεις τη γρίπη.

αποκλείω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les policiers ont écarté de l'enquête le suspect principal parce qu'il avait un alibi au moment du meurtre. Les policiers ont écarté l'hypothèse selon laquelle un vol serait le mobile de l'agression.
Η αστυνομία απέκλεισε τον προφανή ύποπτο επειδή είχε άλλοθι για την ώρα του φόνου. Η αστυνομία απέκλεισε τη ληστεία ως κίνητρο για την επίθεση.

σπρώχνω στην άκρη

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο θυμωμένος νεαρός έσπρωξε στην άκρη το πιάτο του. «Δεν πεινάω», είπε.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le premier ministre a écarté toute idée de rigueur budgétaire.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbe transitif

Comme il n'avait pas encore neigé, on a exclu le ski.
Δεν είχε χιονίσει ακόμα, γι' αυτό αποκλείστηκε η πιθανότητα να κάνουμε σκι.

αγνοώ, παραβλέπω

verbe transitif (ne pas prendre en compte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur écarta (or: ignora) systématiquement les suggestions des femmes.

παραβλέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les fans se poussaient pour avoir une place près de l'avant de la scène.

διώχνω, σπρώχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω στην άκρη

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'équipe resserra les rangs contre la rebelle et la mit dehors.

κακομεταχειρίζομαι

(figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry est passé par-dessus trois de ses collègues pour siéger au conseil d'administration.

διώχνω, απομακρύνω

(un bruit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Λόρεν προσπάθησε να σβήσει τις εικόνες από το μυαλό της.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim en a marre de voir ses idées rejetées par son chef.
Ο Τομ έχει κουραστεί από το αφεντικό του που απορρίπτει όλες τις ιδέες του.

αποκλείω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'association d'étudiantes la plus fermée du campus écarte habituellement la plupart des candidatures.
Η πιο πριβέ αδελφότητα στην πανεπιστημιούπολη συνήθως αποκλείει τους περισσότερους υποψηφίους.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(Cartes)

Je n'avais aucune bonne carte à jouer, donc je me suis défaussé.

απορρίπτω

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils l'ont écarté de la liste des clients quand il a commencé à trop se plaindre.

χωρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le réalisateur a écarté les rideaux et est entré sur la scène.

ρίχνω

(Cartes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je me suis défaussé de quelques cœurs.

βγαίνω εκτός θέματος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le professeur nous a dit que nous devions parler d'un sujet pendant 2 minutes sans en dévier.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

Alice s'écarta de la poubelle quand elle en sentit la mauvaise odeur.

παρεκκλίνω

(φεύγω από το θέμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle digresse si souvent que l'on oublie ce qu'elle racontait.

χωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υπαναχωρώ, αποσύρομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Écarte-toi des gâteaux et tout se passera bien.
Κατένευσε αόριστα, συνεχίζοντας να υπεκφεύγει και να υπαναχωρεί.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai essayé de m'éloigner lentement de l'ivrogne dans l'autobus.

παρεκκλίνω από κτ

ξεφεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le professeur était censé parler de philosophie mais il n'arrêtait pas de s'éloigner du sujet pour parler d'autres choses.
Ο καθηγητής υποτίθεται πως θα μιλούσε για φιλοσοφία, αλλά συνεχώς ξέφευγε και μιλούσε για άλλα θέματα.

παρεκκλίνω

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marcia est devenue conseillère d'orientation pour aider les adolescents qui s'écartent du droit chemin.

παρεκκλίνω από κτ

(την πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jan a décidé de s'écarter du chemin et de marcher sur la plage.

αποκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ

Ce chemin s'éloigne de l'autre après l'église.

παραμένω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρεκκλίνω από κτ, αποκλίνω από κτ

Le chef s'est écarté de la recette traditionnelle en ajoutant d'autres ingrédients.

απομακρύνομαι από κτ

Prends garde de ne pas t'écarter du droit chemin !
Πρόσεξε να μην απομακρυνθείς από τον ίσιο δρόμο.

παρεκκλίνω από κτ

(d'un sujet) (από το θέμα)

παρεκκλίνω από κτ

(figuré) (μεταφορικά)

Η μητέρα μου ανησύχησε όταν δεν εμφανίστηκα γιατί γνώριζε ότι είναι ασυνήθιστο για μένα να αλλάζω τη ρουτίνα μου.

ξεφεύγω από κτ

(figuré) (μεταφορικά)

Le professeur distrait s'écartait souvent de son sujet.
Ο αφηρημένος καθηγητής συχνά ξέφευγε από το αντικείμενό του και το πήγαινε σε άλλα θέματα.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'écarter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του s'écarter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.