Τι σημαίνει το s'étendre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης s'étendre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'étendre στο Γαλλικά.
Η λέξη s'étendre στο Γαλλικά σημαίνει μακρηγορώ, δημηγορώ, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, φτάνω, αναπτύσσομαι προς τα έξω, απλώνομαι, τρέχω, εκτείνομαι, εξαπλώνομαι, εξαπλώνομαι, απλώνομαι, εκτείνομαι, εκτείνομαι, εκτείνομαι, εκτείνομαι, έχω διάρκεια, απλώνω, τεντώνω, ξαπλώνω, επεκτείνομαι, απλώνομαι, τεντώνομαι, ξαπλώνω, συνεχίζομαι, μεγαλώνω, επεκτείνομαι, έκταση, εξάπλωση, εξαπλώνομαι, γεφυρώνω, εξαπλώνομαι, ξαπλώνω, τεντώνομαι, ξαπλώνω, εκτείνομαι, ανοίγω, στερεώνω, τεντώνω, απλώνω, ξαπλώνω, απλώνω, κρεμάω, μεγεθύνω, μεγαλώνω, απλώνω, τεντώνω, απλώνω, τεντώνω, απλώνω, τεντώνω, απλώνω κτ για να στεγνώσει, απλώνω, επεκτείνομαι, επεκτείνω, αραιώνω, αναπτύσσω, επεκτάσιμος, αναπτύσσω, αναλύω, υπεισέρχομαι, εκτείνομαι, εκτείνομαι σε κτ, εστιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης s'étendre
μακρηγορώ, δημηγορώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απλώνομαι, εξαπλώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La ville s'étendait dans toutes les directions. Le jardin rempli d'arbres et de plates-bandes s'étendait de la maison jusqu'à la rivière. Ο κήπος εκτεινόταν πέρα από το σπίτι, με δέντρα και με παρτέρια με λουλούδια, και τελικά κατέληγε στον ποταμό. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Notre domaine s'étend jusqu'à la rivière. Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι. |
αναπτύσσομαι προς τα έξωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απλώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Du haut de la tour, Polly voyait la ville s'étendre. |
τρέχωverbe pronominal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le câble s'étend d'un mur à l'autre. |
εκτείνομαι, εξαπλώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les montagnes s'étendent jusqu'à la mer. |
εξαπλώνομαι, απλώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La forêt s'étendait sur toute la vallée. Το δάσος εξαπλώθηκε (or: απλώθηκε) μέσα στην πεδιάδα. |
εκτείνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le toit de la maison s'étend jusqu'à la terrasse. Η οροφή του σπιτιού εκτείνεται πάνω από τη βεράντα. |
εκτείνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nos terres s'étendent de la rivière à la route. Η γη μας εκτείνεται από το ποτάμι ως τον δρόμο. |
εκτείνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les collines de Toscane s'étendent sur des kilomètres. |
εκτείνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les collines boisées s'étendent jusqu'à la rivière. |
έχω διάρκεια
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Sa carrière cinématographique s'est étendue sur quatre décennies. |
απλώνω, τεντώνω, ξαπλώνωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επεκτείνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'entreprise s'étend en Asie du sud-est. Η εταιρεία επεκτείνεται στη νοτιοανατολική Ασία. |
απλώνομαι, τεντώνομαι, ξαπλώνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'aime m'étendre sur le sofa et me relaxer devant la TV après une dure journée de travail. Μου αρέσει απλά να ξαπλώνω στον καναπέ και να χαλαρώνω μπροστά στην τηλεόραση μετά από μια δύσκολη μέρα στο γραφείο. |
συνεχίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La réunion a duré jusqu'à dix-neuf heures, mais aucun accord n'a été trouvé. Η σύσκεψη συνεχίστηκε μέχρι τις επτά το απόγευμα και ακόμα δεν είχαν καταλήξει σε κάποια συμφωνία. |
μεγαλώνω, επεκτείνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand on fait cuire du riz, il grossit. |
έκταση, εξάπλωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'étendue du feu était de trois hectares. |
εξαπλώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La glycine s'étalait sur le devant de la maison. |
γεφυρώνω(χορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son long mandat d'entraîneur de l'équipe a couvert trois générations. |
εξαπλώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le christianisme s'est peu à peu répandu en Europe. Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε σταδιακά στην Ευρώπη. Η φωτιά εξαπλώθηκε σε όλο το σπίτι. |
ξαπλώνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τεντώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chat s'allonge sur la couverture comme un lion au soleil. Η γάτα τεντώνεται στην κουβέρτα όπως ένα λιοντάρι στον ήλιο. |
ξαπλώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκτείνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les bunkers défensifs s'alignaient (or: s'étendaient) le long de la crête. |
ανοίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ανοίξτε τα δάχτυλά σας όσο πιο πολύ μπορείτε. |
στερεώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La bonne s'est fait attaquer par un oiseau alors qu'elle étendait le linge. |
τεντώνω, απλώνωverbe transitif (les jambes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαπλώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απλώνω, κρεμάωverbe transitif (le linge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Felicity étend le linge sur la corde. Η Φελίσιτι κρεμά τα πλυμένα στο σχοινί. |
μεγεθύνω, μεγαλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απλώνω, τεντώνω(la main) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim a tendu la main pour que Karen la serre. Ο Τζιμ έδωσε στην Κάρεν το χέρι του για να κάνουν χειραψία. Τέντωσα το αριστερό μου πόδι, για να δείξω στον γιατρό το παράξενο εξόγκωμα. |
απλώνω, τεντώνω(bras, ailes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απλώνω, τεντώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu étends le bras, tu dois pouvoir m'atteindre. Εάν απλώσεις το χέρι σου μάλλον μπορείς να με φτάσεις. |
απλώνω κτ για να στεγνώσειverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je vais mettre ma serviette à sécher (or: Je vais étendre ma serviette) au soleil. |
απλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avant de les mettre dans sa valise pour le voyage, il a disposé ses vêtements sur le lit. Πριν φτιάξει τον σάκο του για το ταξίδι, έβγαλε προσεκτικά τα ρούχα που ήθελε να πάρει. |
επεκτείνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La société s'est considérément développée ces dernières années. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνθηκε απότομα έπειτα από το 2004. |
επεκτείνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La loi sur le port de la ceinture a été élargie (or: a été étendue) à la banquette arrière. Ο νόμος για τη ζώνη ασφαλείας έχει επεκταθεί και στα πίσω καθίσματα. |
αραιώνω(sauce, soupe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La soupe est trop épaisse, il faut la délayer (or: l'allonger). Η σούπα είναι πολύ πυκνή. Πρέπει να την αραιώσουμε λιγάκι. |
αναπτύσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Utiliser les réseaux sociaux peut vous aider à développer votre business. |
επεκτάσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναπτύσσω, αναλύω, υπεισέρχομαιverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκτείνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sa soif de connaissance s'étend à la philosophie et même aux mathématiques. Η δίψα του για μάθηση εκτείνεται από τη φιλοσοφία μέχρι και τα μαθηματικά. |
εκτείνομαι σε κτverbe pronominal Les branches des ormes s'étendent gracieusement au-dessus de l'allée du jardin. |
εστιάζω(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Durant son cours, le professeur s'est longtemps étendu sur les thèmes similaires entre les deux textes. Στη διάλεξή της η καθηγήτρια εστίασε σε μεγάλο βαθμό στην παρόμοια θεματολογία των δύο κειμένων. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'étendre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του s'étendre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.