Τι σημαίνει το saddle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης saddle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saddle στο Αγγλικά.

Η λέξη saddle στο Αγγλικά σημαίνει σέλα, σέλα, σελώνω, φορτώνω κπ με κπ/κτ, φορτώνω κπ/κτ σε κπ, σέλα, σελώνω, πίσω στη δουλειά, όταν ιππεύω, καθώς ιππεύω, όταν κάθομαι στη σέλα, που κρατάει τα ηνία, στη δουλειά, κουβέρτα, κατασκευαστής σελών, σαγματικό σημείο, δίκλινη στέγη με κοίλωμα, σκαρπίνι τύπου Oxford, σύγκαμα, πληγή από τη σέλα, καμπυλωτός, κυρτός, που έχει συγκαεί από τη σέλα, που το χει χτυπήσει η σέλα, με τα πόδια από τη μία πλευρά, σέλα πλάγιας ίππευσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης saddle

σέλα

noun (seat on a horse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nina put her foot in the stirrup and swung into the saddle.
Η Νίνα έβαλε το πόδι της στον αναβολέα και ανέβηκε στη σέλα.

σέλα

noun (seat on a bike)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you do a lot of cycling, it's important to have a comfortable saddle.
Εάν κάνεις ποδήλατο πολλές ώρες, είναι σημαντικό να έχεις άνετη σέλα.

σελώνω

transitive verb (put saddle on: horse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adrian saddled his horse.
Ο Έιντριαν σέλωσε το άλογό του.

φορτώνω κπ με κπ/κτ, φορτώνω κπ/κτ σε κπ

(figurative, informal, often passive (burden) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

I've been saddled with my little sister all weekend.
Μου έχουν φορτώσει τη μικρή μου αδερφή για όλο το σαββατοκύριακο.

σέλα

noun (cut of meat) (κομμένο κρέας ζώου: ράχη και δυο πλευρά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Agnes bought a saddle of mutton from the butcher.
Η Αγνή αγόρασε από τον κρεοπώλη σέλα πρόβειου κρέατος.

σελώνω

phrasal verb, transitive, separable (horse: put a saddle on) (άλογο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She saddled up her horse and rode away.

πίσω στη δουλειά

adverb (figurative, informal (at work again)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It felt good to be back in the saddle after three months of sick leave.

όταν ιππεύω, καθώς ιππεύω, όταν κάθομαι στη σέλα

adverb (riding a horse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stirrups give riders greater control and stability in the saddle.

που κρατάει τα ηνία

adverb (figurative, informal (in charge, in control) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company have announced that there will soon be a new man in the saddle.
Η εταιρία ανακοίνωσε ότι σύντομα θα αναλάβει κάποιος άλλος τα ηνία.

στη δουλειά

adverb (figurative, informal (at work) (στο χώρο δουλειάς μου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bill is in the saddle, preparing his progress report.
Ο Μπιλ δουλεύει και ετοιμάζει την αναφορά προόδου.

κουβέρτα

noun (covering for a horse worn under saddle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cowboy threw a saddle blanket on his horse, then a saddle.

κατασκευαστής σελών

noun ([sb] who makes seats for horseriding) (σέλες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most horseriders know the importance of a good saddle maker.

σαγματικό σημείο

(mathematics) (μαθηματικά)

δίκλινη στέγη με κοίλωμα

noun (curved covering for a building) (αρχιτεκτονική: τύπος οροφής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκαρπίνι τύπου Oxford

plural noun (US (style of black-and-white footwear) (γυναικεία μόδα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When I was a girl in the 1950s I wore saddle shoes and bobby sox to school every day.

σύγκαμα

noun (pressure sore on rider)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πληγή από τη σέλα

noun (pressure sore on horse) (άλογο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καμπυλωτός, κυρτός

adjective (curved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει συγκαεί από τη σέλα

adjective (person: sore after riding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που το χει χτυπήσει η σέλα

adjective (horse: sore from saddle) (άλογο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τα πόδια από τη μία πλευρά

adverb (horseriding: legs to one side)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
With their long skirts, ladies found it easier to ride sidesaddle.

σέλα πλάγιας ίππευσης

noun (horseriding seat: legs to one side)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saddle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.