Τι σημαίνει το safe στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης safe στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του safe στο Αγγλικά.
Η λέξη safe στο Αγγλικά σημαίνει ασφαλής, ασφαλής, προσεκτικός, χρηματοκιβώτιο, σίγουρος, ασφαλής, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, απόλυτα ασφαλής, είμαι ασφαλής, δεν κινδυνεύω, είμαι ασφαλής, δεν αποτελώ κίνδυνο, Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε., ασφαλής, σε καλά χέρια, αποφεύγω κίνδυνο, προσέχω, φανάρι, παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούς, σώος και αβλαβής, σίγουρο, ασφαλές λιμάνι, καταφύγιο, καταφύγιο, καταφύγιο, καλό ταξίδι, ασφαλές πέρασμα, ασφαλές μέρος, ασφαλές σεξ, ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωση, είναι σίγουρο, είναι αλήθεια, καλό ταξίδι, καλό ταξίδι, πόσιμο νερό, ωφέλιμο φορτίο ασφαλείας, ωφέλιμο φορτίο λειτουργίας, ασφαλούς φύλαξης, χρηματοκιβώτιο, διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων, διασφάλιση, περιφρούρηση, προσέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης safe
ασφαλήςadjective (secure) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We live in a safe neighbourhood. Μένουμε σε μια ασφαλή γειτονιά. |
ασφαλήςadjective (person: free from danger) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You're safe here. They can't get you now. Είσαι ασφαλής εδώ. Δεν μπορούν να σε πιάσουν τώρα. |
προσεκτικόςadjective (cautious) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The chess player made a safe move. Ο σκακιστής έκανε μια προσεκτική κίνηση. |
χρηματοκιβώτιοnoun (strong box) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The businessman kept his money in a safe. Ο επιχειρηματίας φύλαγε τα χρήματά του σε χρηματοκιβώτιο. |
σίγουροςadjective (dependable) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That horse is a safe bet. |
ασφαλήςadjective (baseball: not out) (μπέιζμπολ: στη βάση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The runner was safe at first base. |
προστατεύω, διατηρώ άθικτοphrasal verb, transitive, separable (avoid harm coming to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I promised to always keep you safe and I meant it. Would you keep my camera safe while I go for a swim, please? Υποσχέθηκα να σε προστατεύω πάντα και το εννοούσα. |
απόλυτα ασφαλήςadjective (figurative, informal (secure) |
είμαι ασφαλής, δεν κινδυνεύωintransitive verb (not be in danger) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I locked the documents in the drawer, so now they're safe. |
είμαι ασφαλής, δεν αποτελώ κίνδυνοintransitive verb (not be dangerous) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The manufacturer guarantees that these toys are safe for children. |
Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.expression (informal (It's wise to take precautions.) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ασφαλήςadjective (equipped with a backup system) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε καλά χέριαexpression (figurative (in care of trustworthy person) (μεταφορικά) |
αποφεύγω κίνδυνο, προσέχωintransitive verb (stay out of danger) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Keep safe when swimming. |
φανάριnoun (storage cupboard for meat) (παλαιό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) People used to store food in a meat safe. Ο κόσμος συνήθιζε να αποθηκεύει τα τρόφιμα σε φανάρια. |
παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούςverbal expression (informal (avoid taking risks) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The gymnast considered attempting the flip, but decided to play it safe and stick with the routine she knew well. |
σώος και αβλαβήςadjective (unharmed and well) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The road was icy but our driver got us home safe and sound. Ο δρόμος είχε πιάσει πάγο, αλλά ο οδηγός μας μας πήγε σπίτι σώους και αβλαβείς. |
σίγουροnoun (informal, figurative ([sth] certain to happen) It's a safe bet that it's going to rain; look at those clouds! |
ασφαλές λιμάνιnoun (refuge for ships) (κυριολεκτικά) Fortunately, the fishermen on board the SS Nelly found a safe harbor and escaped the hurricane. |
καταφύγιοnoun (figurative (place of refuge) (μτφ: συναισθηματική ασφάλεια) In times of trouble, one's one home often becomes a safe harbor. Στις δύσκολες στιγμές το σπίτι μας γίνεται το καταφύγίο μας. |
καταφύγιοnoun (refuge) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) After living through such difficult times, she felt like she'd finally arrived at a safe haven. |
καταφύγιοnoun (figurative (place of security, refuge) (μτφ: ασφαλής χώρος, τόπος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There are groups that help refugees find a safe house when they reach a new country. |
καλό ταξίδιnoun (journey completed without danger) Edgar wished Lucinda a safe journey and watched her board the train for Bucharest. |
ασφαλές πέρασμαnoun (journey completed without danger) Various governmental bodies tried to arrange safe passage for refugees from the civil war. |
ασφαλές μέροςnoun (refuge, somewhere secure) |
ασφαλές σεξnoun (informal (sexual activity with a condom) It's important to make sure you're practising safe sex. |
ασφαλής προς κατανάλωση, ασφαλής για κατανάλωσηadjective (food: free from germs and toxins) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Uncooked meat is not considered safe to eat in many places of the world. Το ωμό κρέας δεν θεωρείται ασφαλές προς κατανάλωση (or: ασφαλές για κατανάλωση) σε πολλά μέρη του κόσμου. |
είναι σίγουρο, είναι αλήθειαadjective (informal (true or likely to become true) (ανεπιφύλακτα, με σιγουριά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) It's safe to say that most children love pizza. |
καλό ταξίδιplural noun (journey completed without danger) My parents wished me safe travels when I left for my first trip to Asia. |
καλό ταξίδιnoun (journey completed without danger) |
πόσιμο νερόnoun (water that is drinkable) (κατάλληλο για κατανάλωση) Safe water is one of the greatest public health needs in Africa. |
ωφέλιμο φορτίο ασφαλείας, ωφέλιμο φορτίο λειτουργίαςnoun (maximum weight that can be lifted) (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) What is the safe working load for this crane? |
ασφαλούς φύλαξηςnoun as adjective (equipped with storage facilities) (σε γενική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χρηματοκιβώτιοnoun (secure container in a bank) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I keep my expensive jewelry and old photos in a safe-deposit box. |
διαρρήκτης χρηματοκιβωτίωνnoun (law: [sb] who breaks into safes) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
διασφάλιση, περιφρούρησηnoun (secure storage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Linda put her diamonds in a locked metal box for safekeeping. |
προσέχωintransitive verb (avoid danger) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stay safe when swimming, never dive into unknown waters. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του safe στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του safe
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.