Τι σημαίνει το seat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης seat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seat στο Αγγλικά.

Η λέξη seat στο Αγγλικά σημαίνει θέση, θέση, κάθισμα, κάθισμα, βάζω να καθίσει, τόπος διεξαγωγής, έδρα, εισιτήριο, πίσω μέρος, σέλα, έδρα, πισινός, έδρα, τοποθετώ, βάζω, διορίζω, θέση δίπλα στον διάδρομο, πίσω κάθισμα, του πίσω καθίσματος, κατώτερος, παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι, πουφ, σέλα, παιδικό κάθισμα για καρέκλα, παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου, στρογγυλή καρέκλα, παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου, εξοχική κατοικία, έδρα κομητείας, έδρα επαρχίας, η θέση του οδηγού, έχω την καλύτερη θέση, έχω την καλύτερη θέα, δύσκολη θέση, ηλεκτρική καρέκλα, που φέρει την ευθύνη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πτυσσόμενο κάθισμα, διθέσιος καναπές, ιλαστήριο, θέση συνοδηγού, κάθισμα συνοδηγού, θέση του προέδρου, πίσω κάθισμα, ζώνη ασφαλείας, μαξιλάρι καρέκλας/καθίσματος, έδρα κυβέρνησης, κτίριο Βουλής, έδρα κυβέρνησης, κυβερνητικό κτίριο, θέση ισχύος, κράτηση θέσης, πολυθρόνα, παίρνω δεύτερη θέση, κάθομαι, κάθισμα λεκάνης, θέση στο παράθυρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης seat

θέση

noun (space in a vehicle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I prefer to sit in the passenger's seat.
Προτιμώ να κάθομαι στη θέση του συνοδηγού.

θέση

noun (often plural (bus, plane, car: place to sit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bus was so crowded that I could not find a seat.
Το λεωφορείο ήταν τόσο γεμάτο που δεν μπόρεσα να βρω θέση.

κάθισμα

noun (often plural (chair, place to sit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Are there enough seats in the room?
Υπάρχουν αρκετά καθίσματα στο δωμάτιο;

κάθισμα

noun (part of a chair you sit on)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The woven seat was worn through.
Το υφαντό κάθισμα ήταν φθαρμένο.

βάζω να καθίσει

transitive verb (provide with seating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We've not enough chairs to seat them.
Δεν έχουμε αρκετές καρέκλες για να καθίσει όλη η ομάδα.

τόπος διεξαγωγής

noun (event location)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The seat of the annual meeting was usually in the countryside.

έδρα

noun (law: government site)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
File the report at the county seat.

εισιτήριο

noun (event entry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have seats for the Broncos' game?
Έχετε κλείσει θέσεις για τον αγώνα;

πίσω μέρος

noun (part of pants covering the buttocks) (εκεί που είναι οι τσέπες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She ripped a hole in the seat of her trousers.

σέλα

noun (saddle of a bicycle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
New bicycles have padded seats.

έδρα

noun (place of learning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That building is the seat of the college of liberal arts and sciences.

πισινός

noun (informal (buttocks) (γλουτοί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
All your lazy kid needs is a kick in the seat.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με 2-3 ξυλιές στον πισινό, να δεις πώς θα κάτσει ήσυχα!

έδρα

noun (law: headquarters)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The county seat is in Columbia.

τοποθετώ, βάζω

transitive verb (place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hal seated the gun firmly in its case.

διορίζω

transitive verb ([sb]: install)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was seated as project manager.
Διορίστηκε διαχειριστής έργου.

θέση δίπλα στον διάδρομο

noun (transport: seat next to the aisle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aisle seats generally allow a passenger to stretch his or her legs more.

πίσω κάθισμα

noun (seat at back of a vehicle)

Children under 12 should sit in the back seat of a vehicle.

του πίσω καθίσματος

noun as adjective (in the seat at back of a vehicle)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
This car is fitted with three backseat seatbelts.

κατώτερος

noun as adjective (US, figurative (secondary, subordinate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι

verbal expression (figurative (have control) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If he thinks he can lead the team better, let him have the driver's seat.

πουφ

noun (large soft bead-filled sack to sit on)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σέλα

noun (saddle on a bicycle) (ποδηλάτου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I lowered my bicycle seat because my feet didn't touch the pedals.

παιδικό κάθισμα για καρέκλα

noun (child's seat at a table)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A booster seat increases the sitting height of a child.

παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου

noun (child's car seat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ray installed a booster seat in the car for his four-year-old son.

στρογγυλή καρέκλα

noun (rounded chair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our car has two bucket seats in the front, and a bench seat in the back.

παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου

noun (child's removable seat in a car)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A car seat must fit the child correctly.
Το παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου πρέπει να είναι στα μέτρα του παιδιού.

εξοχική κατοικία

noun (large property in countryside)

έδρα κομητείας, έδρα επαρχίας

noun (US (administrative center)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Chico is the largest city in the county, but Oroville is the county seat.

η θέση του οδηγού

noun (seat in vehicle for the driver)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The driving instructor sat in the passenger seat and the student sat in the driver's seat.

έχω την καλύτερη θέση, έχω την καλύτερη θέα

verbal expression (figurative (be near the action) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The water boy has a ringside seat to the football game.

δύσκολη θέση

noun (US, slang (uncomfortable situation) (μεταφορικά)

ηλεκτρική καρέκλα

noun (US, slang (electric chair)

που φέρει την ευθύνη

expression (slang, figurative (accountable, under pressure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jackie's in the hot seat because she's team leader.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (aircraft: seat for staff member)

The flight attendants were sitting on the jump seats during take-off.

πτυσσόμενο κάθισμα

noun (folding seat in automobile)

Our car has a jump seat in the back.

διθέσιος καναπές

noun (small couch, bench)

This love seat was handmade in Indonesia from solid teak.

ιλαστήριο

noun (Bible: Arc of the Covenant) (θρησκεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mercy seat formed the lid of the Ark of the Covenant.

θέση συνοδηγού, κάθισμα συνοδηγού

noun (vehicle: chair next to the driver)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James was driving and Tony was in the passenger seat.

θέση του προέδρου

noun (figurative (position of US President)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Four candidates competed for the presidential seat.

πίσω κάθισμα

noun (seating in the back of a vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Children are safer in the rear seat of a car than in the front passenger seat.

ζώνη ασφαλείας

noun (safety strap in a vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
It's now compulsory to wear seatbelts in both the back and the front of cars.
Τώρα πια η ζώνη ασφαλείας είναι υποχρεωτική και στις πίσω και στις μπροστά θέσεις του αυτοκινήτου.

μαξιλάρι καρέκλας/καθίσματος

noun (padded part of a chair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I knocked over the wine glass and stained the seat cushions.

έδρα κυβέρνησης, κτίριο Βουλής

noun (parliament building)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Presidential Building of the Government of the Canary Islands is the seat of government.

έδρα κυβέρνησης

noun (location of government)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Hague is the seat of government for the Netherlands.

κυβερνητικό κτίριο

noun (government building)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Kremlin is the seat of power in Russia.

θέση ισχύος

noun (figurative (position of control)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The general election brought the politician to the seat of power.

κράτηση θέσης

noun (for a show, transport, etc.) (συνήθως σε συγκοινωνίες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We have two seat reservations for the train to Adelaide.

πολυθρόνα

noun (long chair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah was sitting on a sofa seat.

παίρνω δεύτερη θέση

verbal expression (figurative (be less prominent) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ron took a back seat and let his son run the family business.

κάθομαι

verbal expression (sit down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Louise took a seat in the doctor's waiting room.

κάθισμα λεκάνης

noun (part of toilet that one sits on)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The plumber replaced the toilet seat because it was broken.

θέση στο παράθυρο

noun (transport: seat next to window)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I like a window seat so people in the aisle don't kick me.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του seat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.