Τι σημαίνει το tree στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tree στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tree στο Αγγλικά.
Η λέξη tree στο Αγγλικά σημαίνει δέντρο, δένδρο, δενδροειδές διάγραμμα, θάμνος, καλόγερος, κορμός, αμυγδαλιά, μηλιά, βερικοκιά, φράξος, μελιός, μέλεγος, μπανανιά, ινδική συκιά, παίρνω λάθος δρόμο, βασιλικός, κάνω λάθος, οξιά, σημύδα, μπονσάι, κερασιά, αγριοκαστανιά, καστανιά, χριστουγεννιάτικο δέντρο, φοίνικας, δρυς η φελλοφόρος, Quercus variabilis, δράκαινα, οικογενειακό δέντρο, συκιά, φουντουκιά, κωνοφόρο δέντρο, δηλόνιξ η βασιλική, καρποφόρο δέντρο, γενεαλογικό δέντρο, δέντρο που παράγει ρητίνη, φουντουκιά, κέδρος, το φυτό κόλα, λεμονιά, φιλύρα, φιλύρα, φλαμουριά, φίλυρα, μάνγκο, μανούκα, σφένδαμος, χιλιανή αραουκάρια, Αζαδιράχτη η ινδική, βελανιδιά, δρυς, βελανιδιά, δρυς, ελιά, πορτοκαλιά, φοίνικας, δέντρο παπάγια, ροδακινιά, αχλαδιά, πεύκο, φιστικιά, πλάτανος ο δυτικός, πλάτανος, δαμασκηνιά, κυδωνιά, δακτύλιος, σουρβιά, σορβιά, καουτσουκόδεντρο, καριτέ, καλαπόδι, κουμαριά, τεϊόδεντρο, αγκαθωτό δέντρο, φτέρη σε μέγεθος δέντρου, βάτραχος των δέντρων, σπίτι πάνω σε δέντρο, οικολόγος, υψόμετρο μέχρι το οποίο φυτρώνουν δέντρα, δέντρο της ζωής, δέντρο της ζωής, πνεύμα του δέντρου, δενδροκόμος, εξαγωγή χυμού με διάτρηση, δεντροβάτραχος, κορυφή δέντρου, κορμός δέντρου, δενδρόφυτος, σε δύσκολη κατάσταση, καρυδιά, ιτιά, ίταμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tree
δέντρο, δένδροnoun (plant) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There are three trees in our back yard. Έχουμε δέντρα στην πίσω αυλή μας. |
δενδροειδές διάγραμμαnoun (diagram) She showed the family tree that she had researched to the family. Έδειξε στην οικογένεια το οικογενειακό δέντρο που είχε ερευνήσει. |
θάμνοςnoun (tree-like shrub) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I have two lovely rose trees in my garden. |
καλόγεροςnoun (tree-like stand) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I have just bought an antique hat tree. |
κορμόςnoun (structure of saddle) (σέλας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) You need to make sure the tree of the saddle is a good fit for your horse. |
αμυγδαλιάnoun (tree bearing almond nuts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The ground beneath the almond tree was covered with nuts. |
μηλιάnoun (tree bearing apples) (δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The story about George Washington cutting down the apple tree is a myth. |
βερικοκιάnoun (tree bearing apricots) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The farm has apple, plum and apricot trees. |
φράξος, μελιός, μέλεγοςnoun (type of tree) (δέντρο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The ash trees in my area of the county are dying off. |
μπανανιάnoun (fruit-bearing plant) (δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The banana trees were all knocked down when the hurricane passed through here. |
ινδική συκιάnoun (variety of Indian tree) |
παίρνω λάθος δρόμοverbal expression (figurative (follow a mistaken idea) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βασιλικόςnoun (herb plant) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The basil tree makes a good ornamental plant, although it can be used for cooking as well. |
κάνω λάθοςverbal expression (figurative, informal (be mistaken) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οξιάnoun (deciduous tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σημύδαnoun (fast-growing tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπονσάιnoun (miniature tree) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) He waters his bonsai daily with a spoonful of water. Ποτίζει το μπονσάι του καθημερινά με μια κουταλιά νερού. |
κερασιάnoun (tree: bears cherries) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'm going to pick all of the fruit off the cherry tree this morning. |
αγριοκαστανιάnoun (horse chestnut) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The chestnut trees bloom in May and are covered in white blossoms. Οι αγριοκαστανιές ανθίζουν τον Μάη και είναι γεμάτες από λευκά άνθη. |
καστανιάnoun (sweet chestnut) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Most of America's chestnut trees died from disease in the 20th century. Οι περισσότερες καστανιές της Αμερικής χάθηκαν εξαιτίας ασθένειας τον 20ο αιώνα. |
χριστουγεννιάτικο δέντροnoun (fir tree decorated at Christmas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We put the Christmas tree up in December and the children decorate it with baubles and lights. Τον Δεκέμβριο στήνουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα παιδιά το στολίζουν με μπάλες και λαμπάκια. |
φοίνικαςnoun (palm tree: bears coconuts) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The monkey was trained to climb the coconut tree and pick the coconuts. |
δρυς η φελλοφόροςnoun (cork oak) (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Quercus variabilisnoun (Asian citrus tree) (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δράκαιναnoun (treelike plant) (δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικογενειακό δέντροnoun (genealogical chart) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My sixteen great-great-grandparents sit at the top of my family tree. Οι δεκαέξι προ-προπαππούδες μου βρίσκονται στην κορυφή του οικογενειακού μου δέντρου. |
συκιάnoun (tree that bears figs) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The fig tree is beautiful all by itself, even before it produces fig flowers that later turn into figs. |
φουντουκιάnoun (tree bearing hazelnuts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κωνοφόρο δέντροnoun (conifer) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm going into the forest to cut down a fir tree for Christmas. |
δηλόνιξ η βασιλικήnoun (tree) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The flamboyant's flowers blazed bright red in the afternoon sun. |
καρποφόρο δέντροnoun (tree which bears fruit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fruit trees lined the driveway leading to the house. |
γενεαλογικό δέντροnoun (chart showing family relationships) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) His genealogical tree includes diplomats and noblemen. |
δέντρο που παράγει ρητίνηnoun (tree that exudes gum) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φουντουκιάnoun (nut-bearing tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κέδροςnoun (fruit-bearing conifer) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The berries of the juniper tree are used to flavour gin. |
το φυτό κόλαnoun (nut tree from which cola is made) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λεμονιάnoun (plant: bears lemons) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I want to plant a lemon tree in my yard because it will fill the air with the pungent smell of citrus fruit. |
φιλύραnoun (plant: bears limes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φιλύραnoun (UK, colloquial (linden tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φλαμουριά, φίλυραnoun (mainly US (flowering tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μάνγκοnoun (fruit tree that bears mangoes) (δέντρο) We're planning a plantation of mangoes for next year. Σχεδιάζουμε να φυτέψουμε μάνγκο την επόμενη χρόνια. |
μανούκαnoun (New Zealand tree) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σφένδαμοςnoun (deciduous tree with pointed leaves) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Our maple tree turns a brilliant red in autumn. |
χιλιανή αραουκάριαnoun (evergreen tree) (φυτό) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Αζαδιράχτη η ινδικήnoun (botany: Azadirachta indica) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βελανιδιά, δρυςnoun (deciduous tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There are many acorns in the yard that fell from that big oak tree. Υπάρχουν πολλά βελανίδια στην αυλή που έπεσαν από τη μεγάλη βελανιδιά. |
βελανιδιά, δρυςnoun (emblem: image of an oak tree) (εικόνα, αναπαράσταση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελιάnoun (tree which bears olives) (δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Olive trees have been cultivated here for at least 5000 years. |
πορτοκαλιάnoun (plant: bears oranges) (δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) An orange tree laden with oranges and waxy green leaves will appear as artificial to someone who has never seen it before. |
φοίνικαςnoun (tropical tree with fronds) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Wayne's postcard from Florida showed palm trees and a sunset. |
δέντρο παπάγιαnoun (tree that bears papaya fruit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) To bear fruit, a papaya tree needs to have a ready source of water. |
ροδακινιάnoun (fruit tree that bears peaches) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αχλαδιάnoun (fruit tree that bears pears) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Last year, I planted a pear tree in my yard, but it hasn't produced any fruit yet. |
πεύκοnoun (type of conifer) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There are several squirrels on that pine tree. |
φιστικιάnoun (tree bearing nuts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My mother grows pistachios in her backyard. |
πλάτανος ο δυτικόςnoun (American sycamore) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The plane tree is a species that is native to North America. |
πλάτανοςnoun (deciduous tree) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Plane trees were commonly planted in London in the 18th and 19th centuries. |
δαμασκηνιάnoun (flowering tree with small fruit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κυδωνιάnoun (fruit tree that bears quinces) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cooked fruit of the quince tree is delicious. |
δακτύλιοςnoun (tree: growth circle) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Old trees have many rings. |
σουρβιά, σορβιάnoun (deciduous tree) (φυλλοβόλο δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καουτσουκόδεντροnoun (rubber-yielding tree) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καριτέnoun (African tree) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Shea trees are grown for their edible nuts and to make moisturizer. |
καλαπόδιnoun (shaped insert for footwear) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I take good care of my shoes by keeping shoe trees in them when I'm not wearing them. |
κουμαριάnoun (fruit-bearing shrub) (δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τεϊόδεντρο(botany) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγκαθωτό δέντροnoun (thorny tree) There was an old thorn tree at the bottom of the garden. |
φτέρη σε μέγεθος δέντρουnoun (plant: tree-sized fern) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βάτραχος των δέντρων(animal) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σπίτι πάνω σε δέντροnoun (playhouse built in a tree) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The kids play in their tree house when they're bored. |
οικολόγοςnoun (derogatory, informal (environmental campaigner) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
υψόμετρο μέχρι το οποίο φυτρώνουν δέντραnoun (natural boundary of tree-growing area) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) We climbed all day until we were well above the tree line. We saw an eagle flying just above the tree line. |
δέντρο της ζωήςnoun (Garden of Eden tree) (Εδέμ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δέντρο της ζωήςnoun (tree in heavenly Jerusalem) (Ιερουσαλήμ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πνεύμα του δέντρουnoun (folklore: supernatural being) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δενδροκόμοςnoun ([sb]: treats trees) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Even tree surgeons can't cure trees of Dutch elm disease. |
εξαγωγή χυμού με διάτρησηnoun (process of obtaining sap from trees) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεντροβάτραχοςnoun (variety of amphibian) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κορυφή δέντρουnoun (topmost branches of a tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The young boy sat way up in the tree top. The kite landed in the treetop, ending the day's fun. Το μικρό αγόρι κάθισε στην κορυφή του δέντρου. Ο χαρταετός προσγειώθηκε στην κορυφή του δέντρου τελειώνοντας τη διασκέδαση της ημέρας. |
κορμός δέντρουnoun (thick stem of tree) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The teenagers carved their initials into the tree trunk. |
δενδρόφυτοςadjective (bordered by trees) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε δύσκολη κατάστασηadverb (informal, figurative (stuck, in a difficult predicament) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καρυδιάnoun (large tree that bears walnuts) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The bureau was built from the wood of the walnut tree. |
ιτιάnoun (tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There was a willow at the bottom of the garden. |
ίταμοςnoun (evergreen tree) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tree στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tree
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.