Τι σημαίνει το season στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης season στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του season στο Αγγλικά.
Η λέξη season στο Αγγλικά σημαίνει εποχή, εποχή, σεζόν, κύκλος, καρυκεύω, καρυκεύω, αφήνω να στεγνώσει, κάνω seasoning, εμπλουτίζω, περίοδος μπέιζμπολ, περίοδος μπάσκετ, εποχή ζευγαρώματος, περίοδος των Χριστουγέννων, περίοδος που απαιτείται ψύξη, εποχή ξηρασίας, αλιευτική περίοδος, ποδοσφαιρική σεζόν, σεζόν στο αμερικάνικο φούτμπολ, περίοδος βλάστησης, υψηλή σεζόν, περίοδος διακοπών, περίοδος μετανάστευσης, κυνηγετική περίοδος, εποχή τυφώνων, περίοδος τυφώνων, εποχιακός, σε οίστρο, χαμηλή σεζόν, εκτός περόδου αιχμής, περίοδος εκτός αιχμής, περίοδος κυνηγιού, περίοδος ελεύθερης κριτικής, εκτός εποχής, εκτός εποχής, περίοδος αιχμής, περίοδος βροχών, ετήσιο πάσο, ετήσιο εισιτήριο, εισιτήριο διαρκείας, εισιτήριο διαρκείας, Χρόνια πολλά!, κυνηγετική περίοδος, κύκλος, τουριστική περίοδος, περίοδος βροχών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης season
εποχήnoun (quarter of the year) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Summer has always been my favourite season. Το καλοκαίρι ήταν πάντα η αγαπημένη μου εποχή. |
εποχήnoun (fruit, etc: prime period) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Late September's the season for blackberries round here. Το τέλος Σεπτεμβρίου είναι η εποχή των βατόμουρων εδώ τριγύρω. |
σεζόνnoun (sport: active period) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The coach said this season would be the team's best. Ο προπονητής είπε πως αυτή η σεζόν θα ήταν η καλύτερη της ομάδας. |
κύκλοςnoun (TV show: series of episodes) (τηλεοπτικής σειράς) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Each season of the detective show follows a different case. |
καρυκεύωtransitive verb (add salt, pepper, spice to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They season their food so little that it tastes bland. Καρυκεύουν το φαγητό τους τόσο λίγο που είναι άνοστο. |
καρυκεύω(spice with [sth]) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gwen seasoned the chicken with salt and pepper. Η Γκουέν καρύκευσε το κοτόπουλο με αλάτι και πιπέρι. |
αφήνω να στεγνώσειtransitive verb (wood, timber: allow to dry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The workers seasoned the wood after chopping it. |
κάνω seasoningtransitive verb (pan: treat with oil before use) (σπάνιο: επεξεργασία σκευών μαγειρικής) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's best to season a cast-iron skillet before using it. |
εμπλουτίζω(figurative (enliven [sth] with [sth]) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Although the book's topic was grim, it was seasoned with humor. |
περίοδος μπέιζμπολnoun (when pro baseball is played) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Baseball season starts in April and ends with the World Series in October. |
περίοδος μπάσκετnoun (when pro basketball is played) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Basketball season overlaps with football in the winter and baseball in the spring. |
εποχή ζευγαρώματοςnoun (annual period when animals mate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περίοδος των Χριστουγέννωνnoun (December: festive period) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περίοδος που απαιτείται ψύξηnoun (US (summer) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Here the heating season is much longer than the cooling season. |
εποχή ξηρασίαςnoun (non-rainy season in the tropics) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's no cooler in the monsoon than it is in the dry season! Την εποχή των μουσώνων δεν έχει περισσότερη δροσιά από ότι την εποχή της ξηρασίας! |
αλιευτική περίοδοςnoun (annual period for hunting fish) The trout fishing season opens tomorrow and lasts for three months. |
ποδοσφαιρική σεζόνnoun (soccer) |
σεζόν στο αμερικάνικο φούτμπολnoun (American football) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περίοδος βλάστησηςnoun (part of year when plants grow) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Climate change is affecting the length of the growing season. |
υψηλή σεζόνnoun (period of greatest activity) In most of Thailand, high season starts in November and lasts until January. |
περίοδος διακοπώνnoun (period: November to January) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Most people feel more generous during the holiday season. |
περίοδος μετανάστευσηςnoun (period when birds fly home) (πουλί, επιστροφή) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κυνηγετική περίοδοςnoun (annual period when hunting is permitted) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The hunting season for wild boar lasts from October to February. |
εποχή τυφώνων, περίοδος τυφώνωνnoun (annual cyclone period) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Better start stocking up on canned goods; hurricane season's coming. Καλύτερα να αρχίσεις να αποθηκεύεις κονσέρβες, πλησιάζει η εποχή των τυφώνων. |
εποχιακόςadjective (seasonal, current) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Blackberries aren't in season right now: they're an autumn fruit. |
σε οίστροadjective (female animal: in heat) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
χαμηλή σεζόνnoun (least popular time of year) Hotel prices are much cheaper in the low season. |
εκτός περόδου αιχμήςadverb (outside the busiest period) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's normally cheaper to travel off-season. |
περίοδος εκτός αιχμήςnoun (period outside the busiest time) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περίοδος κυνηγιούnoun (hunting period) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) It's open season on deer for the next ten days. |
περίοδος ελεύθερης κριτικήςnoun (figurative (time when [sb], [sth] is freely criticized) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκτός εποχήςadverb (outside the peak period) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Importing from the southern hemisphere, supermarkets can sell soft fruit out of season. |
εκτός εποχήςadjective (outside the peak period) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There were a few out-of-season tourists in the gift shop. |
περίοδος αιχμήςnoun (busiest annual period) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Many shops employ extra staff during peak season. |
περίοδος βροχώνnoun (annual period of heavy rainfall) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ετήσιο πάσο, ετήσιο εισιτήριοnoun (ticket: unlimited entry) You can save a lot of money if you buy a season pass. |
εισιτήριο διαρκείαςnoun (ticket valid for certain period) We have a season ticket for all the performances at our local theatre. |
εισιτήριο διαρκείαςnoun (US (ticket to a series of performances) He went to every baseball game that fall because he had season tickets. |
Χρόνια πολλά!expression (Christmas card wish) |
κυνηγετική περίοδοςnoun (annual hunting period) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κύκλοςnoun (set of episodes of a TV show) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τουριστική περίοδοςnoun (peak period for holidaymakers) |
περίοδος βροχώνnoun (extended annual period of rain) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) If you're planning a holiday in Asia it's best to avoid the wet season. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του season στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του season
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.