Τι σημαίνει το ocean στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ocean στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ocean στο Αγγλικά.

Η λέξη ocean στο Αγγλικά σημαίνει θάλασσα, ωκεανός, ωκεανός, ωκεάνιος, σταγόνα στον ωκεανό, σταγόνα στον ωκεανό, Αρκτικός Ωκεανός, Ατλαντικός Ωκεανός, Ινδικός Ωκεανός, βυθός του ωκεανού, κρουαζιέρα, βάθη του ωκεανού, βυθός του ωκεανού, υπερωκεάνειο, θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια, κύματα της θάλασσας, ποντοπόρος, ωκεανοπόρος, Ειρηνικός Ωκεανός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ocean

θάλασσα

noun (large salt water body)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many types of fish live in the ocean.
Πολλά είδη ψαριών ζουν στη θάλασσα.

ωκεανός

noun (a region of salt water)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Atlantic Ocean is wide and deep.
Ο Ατλαντικός Ωκεανός είναι μεγάλος και βαθύς.

ωκεανός

noun (any vast expanse) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In some parts of Ohio, all you can see is an ocean of corn.

ωκεάνιος

noun as adjective (of the ocean) (επιστημονικός όρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The Titanic was one of the largest ocean liners of its day.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πυθμένας του ωκεανού κρύβει πολλές μορφές θαλάσσιας ζωής.

σταγόνα στον ωκεανό

noun (UK, figurative, informal (amount: trivial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The money I give to charity is a drop in the ocean compared to some people.
Τα χρήματα που δίνω σε φιλανθρωπίες είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με κάποιους άλλους.

σταγόνα στον ωκεανό

noun (UK, figurative, informal ([sth]: inconsequential) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Αρκτικός Ωκεανός

noun (ocean within Arctic Circle)

Ατλαντικός Ωκεανός

noun (body of water)

His boat's missing somewhere in the Atlantic Ocean.

Ινδικός Ωκεανός

noun (third-largest body of water)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Cocos Islands are in the eastern Indian Ocean.

βυθός του ωκεανού

noun (sea bed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When ships sink, they fall to the ocean bottom.

κρουαζιέρα

noun (holiday on a ship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάθη του ωκεανού

plural noun (bottom of the sea)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The ship sank slowly into the ocean depths.

βυθός του ωκεανού

noun (sea bed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The ocean floor is littered with the remains of shipwrecks.

υπερωκεάνειο

noun (large ship)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ocean liner was too large to navigate the narrow channel.
Το υπερωκεάνειο ήταν πολύ μεγάλο για να πλοηγηθεί στο στενό πέρασμα.

θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια

noun (making journeys by sea)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I prefer air travel to ocean travel, it's much quicker.

κύματα της θάλασσας

plural noun (sea) (κοντά στην ακτή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποντοπόρος, ωκεανοπόρος

adjective (ship: for sailing at sea)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ειρηνικός Ωκεανός

noun (world's largest body of water)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Two-thirds of the Earth's water is in the Pacific Ocean. It takes a long time to fly across the Pacific Ocean.
Τα δύο τρίτα του νερού της Γης βρίσκονται στον Ειρηνικό Ωκεανό. Χρειάζεται πολύ χρόνος, για να διασχίσεις πετώντας τον Ειρηνικό Ωκεανό.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ocean στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ocean

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.