Τι σημαίνει το servir στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης servir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του servir στο πορτογαλικά.
Η λέξη servir στο πορτογαλικά σημαίνει σερβίρω, σερβιρίζω, σερβίρω, σερβιρίζω, υπηρετώ, εξυπηρετώ, υπηρετώ, εκτελώ καθήκοντα, χρησιμεύω ως κτ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω, κάνω σε κπ, σερβίρω, βάζω, σερβίρω, σερβίρω, παραθέτω, μου κάνει, μου χωράει, βάζω, βοηθώ, βάζω, σερβίρω φαγητό, εργάζομαι ως παρκαδόρος, αρκώ, σερβίρω, σερβίρω, είμαι αρκετός για κτ, σερβίρω, εξυπηρετώ, ταιριάζω, ταιριάζω, εξυπηρετώ, εξυπηρετώ, κάνω, υπηρετώ, παίρνω, παίρνω, χρησιμοποιώ, κουτάλι σερβιρίσματος, φτιαγμένος για κτ, ταιριάζω γάντι, τρώω άλλη μια μερίδα, εξυπηρετώ το σκοπό, χρησιμεύω ως παράδειγμα, αποτελώ παράδειγμα, δεν ωφελώ σε τίποτα, δίνω το παράδειγμα, αναλαμβάνω το κέτερινγκ, βγάζω έξω, πετάω έξω, βολεύω, κάνω για κτ, έτοιμος για κατανάλωση, κουτάλι σερβιρίσματος, υπηρετώ στο στρατό, έχω και δεύτερο ρόλο ως κτ, στηρίζω, θηλάζω παιδί που δεν είναι δικό μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης servir
σερβίρω, σερβιρίζωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os garçons serviram rosbife e purê de batatas para os convidados. Οι σερβιτόροι σέρβιραν ροσμπίφ και πουρέ στους πελάτες. |
σερβίρω, σερβιρίζωverbo transitivo (servir comida para) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela serviu comida para suas crianças. Σέρβιρε (or: σερβίρισε) στα παιδιά το φαγητό τους. |
υπηρετώverbo transitivo (como servo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alfred servia a Bruce Wayne com lealdade. Ο Άλφρεντ υπηρέτησε πιστά τον Μπρους Γουέιν. |
εξυπηρετώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sim, esta chave de fenda em particular vai servir bem para mim. Ναι, αυτό το κατσαβίδι μου κάνει μια χαρά. |
υπηρετώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele serviu com lealdade durante muitos anos. |
εκτελώ καθήκοντα(agir como) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele serviu como secretário para esta reunião e tomou notas. Εκτελούσε καθήκοντα γραμματέα στη σύσκεψη και κρατούσε σημειώσεις. |
χρησιμεύω ως κτ(funcionar como) O escritório também serve como um quarto de hóspede. Το γραφείο χρησιμεύει επίσης και ως ξενώνας. |
σερβίρω(tênis, etc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quem é o próximo a sacar? Acho que sou eu. Ποιος σερβίρει; Νομίζω εγώ. |
εξυπηρετώverbo transitivo (ajudar, trabalhar para) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O gerente diz que a sua prioridade é atender seus clientes. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο προϊστάμενος λέει ότι η πρώτη του προτεραιότητα είναι να εξυπηρετεί τους πελάτες. |
χρησιμεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω σε κπ
Esta camiseta serve em você ou é muito grande? Σου εφαρμόζει καλά αυτό το πουκάμισο, ή μήπως είναι πολύ μεγάλο; |
σερβίρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você gostaria que eu sirva o vinho? Θα ήθελες να σερβίρω το κρασί; |
βάζω(bebida) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você pode servir um copo d´água para mim? Μπορείς να μου βάλεις ένα ποτήρι νερό; |
σερβίρωverbo transitivo (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Σέρβιρε μου σε παρακαλώ λίγο πουρέ. |
σερβίρω, παραθέτωverbo transitivo (servir, distribuir comida) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μου κάνει, μου χωράει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Meus sapatos não servem mais. Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια. |
βάζωverbo transitivo (com concha) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No fim, nenhuma dessas medidas desesperadas serviu para ele. Στο τέλος, κανένα από αυτά τα απελπισμένα μέτρα δεν τον ωφέλησαν. |
βάζωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela me serviu um copo de água. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο μπάτλερ τους σέρβιρε άλλο κρασί μαζί με το επιδόρπιο. |
σερβίρω φαγητόverbo transitivo (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργάζομαι ως παρκαδόροςlocução verbal (como criado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρκώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Isto aqui serve para ti ou devo trabalhar nisto um pouco mais? Φτάνει αυτό, ή να το δουλέψω κι άλλο; |
σερβίρωverbo transitivo (βάζω φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O funcionário da lanchonete serviu o purê de batatas na bandeja. |
σερβίρωverbo transitivo (comida: encher o prato, servir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Isabelle serviu um pouco de peru e o colocou no meio da mesa. |
είμαι αρκετός για κτverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O alpendre de trás terá de servir de quarto. |
σερβίρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξυπηρετώverbo transitivo (ως σερβιτόρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gina estava servindo uma cliente no restaurante. Η Τζίνα εξυπηρετούσε έναν πελάτη στο εστιατόριο. |
ταιριάζωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta mala serve às suas necessidades? |
ταιριάζω(roupa) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O casaco assentou bem em você. Το παλτό κάθεται πολύ καλά πάνω σου. |
εξυπηρετώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Havia vários funcionários para atender os convidados. |
εξυπηρετώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Disseram ao convidado que o garçom iria atendê-lo. |
κάνω(επαρκώ, είμαι εντάξει) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O descafeinado está satisfatório ou devo sair para tomar um café de verdade? |
υπηρετώexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O sargento serviu o exército durante dez anos. |
παίρνωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu preparei alguns materiais impressos. Fiquem a vontade para se servirem. Ετοίμασα μερικά ενημερωτικά φυλλάδια σε έντυπη μορφή. Πάρτε ελεύθερα. |
παίρνωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Βάλε και άλλο κέικ. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu geralmente uso a biblioteca local para pegar livros emprestados. Συχνά χρησιμοποιώ την τοπική βιβλιοθήκη για να δανείζομαι βιβλία. |
κουτάλι σερβιρίσματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτιαγμένος για κτlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ele foi pego pela segunda vez, decidiu que não servia para (or: era feito para) uma vida de crimes. |
ταιριάζω γάντιlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρώω άλλη μια μερίδαlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esse pudim estava delicioso. Posso me servir de novo, por favor? Το γλυκό ήταν απίθανο. Μπορώ να έχω άλλη μια μερίδα, παρακαλώ; |
εξυπηρετώ το σκοπό(ser útil em uma tarefa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρησιμεύω ως παράδειγμα, αποτελώ παράδειγμαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν ωφελώ σε τίποτα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω το παράδειγμαexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναλαμβάνω το κέτερινγκ(BRA, anglicismo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Um restaurante local fez o bufê para o casamento. Ένα τοπικό εστιατόριο ανέλαβε το κέτερινγκ για τον γάμο. |
βγάζω έξω, πετάω έξωexpressão verbal (καθομ: πελάτη από μαγαζί) |
βολεύω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu poderia te encontrar no meu escritório na terça que vem; isso funciona para você? Θα μπορούσα να σε συναντήσω την άλλη Τρίτη στο γραφείο μου. Σε βολεύει; |
κάνω για κτexpressão verbal Esse sofá esfarrapado serve só para o lixo. |
έτοιμος για κατανάλωσηlocução adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κουτάλι σερβιρίσματος(comida) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υπηρετώ στο στρατό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Edward atua nas forças armadas há 20 anos agora. |
έχω και δεύτερο ρόλο ως κτ(formal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο σκηνοθέτης κάνει και τον ηθοποιό στην ταινία. |
στηρίζωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θηλάζω παιδί που δεν είναι δικό μουexpressão verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του servir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του servir
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.