Τι σημαίνει το shone στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shone στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shone στο Αγγλικά.

Η λέξη shone στο Αγγλικά σημαίνει ρίχνω φως σε κπ/κτ, λάμπω, τα πάω περίφημα, διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ, λάμπω, αστράφτω, γυαλίζω, λάμψη, γυάλισμα, φαίνομαι, φαίνομαι, φαίνομαι, βρέξει χιονίσει, βρέξει χιονίσει, βρέξει χιονίσει, Καλημερούδια!, ρίχνω φως σε κτ, καθάρισμα παπουτσιών, γυάλισμα παπουτσιών, λούστρος, μου γυαλίζει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shone

ρίχνω φως σε κπ/κτ

transitive verb (direct light)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Shine the light on the corner.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Φώτισε (or: Φέξε) μου λίγο εδώ μπας και βρω το κλειδί.

λάμπω

intransitive verb (be bright)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sun is really shining today.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ήλιος ακτινοβολεί στον ουρανό.

τα πάω περίφημα

intransitive verb (figurative (person: excel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She will shine in the competition.
Θα τα πάει περίφημα στο διαγωνισμό.

διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ

(informal, figurative (excel at [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He's not good at explaining it, but he really shines at mathematics.
Δεν ξέρει να τα εξηγήσει καλά, αλλά πραγματικά διαπρέπει στα μαθηματικά.

λάμπω, αστράφτω

(figurative (face: beam) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His face will shine with excitement when he opens the gift package.
Το πρόσωπό του θα λάμψει από ενθουσιασμό, όταν ανοίξει το δώρο.

γυαλίζω

transitive verb (polish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hate having to shine the silverware.
Το μισώ όταν πρέπει να γυαλίσω τα ασημικά.

λάμψη

noun (bright reflective quality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She polished the silver candlesticks to a dazzling shine.
Έτριψε τα ασημένια κηροπήγια δίνοντάς τους μια εκτυφλωτική λάμψη.

γυάλισμα

noun (shoeshine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My boots really need a shine.

φαίνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (quality: be strong, easy to see)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The team's talent shone out when they easily won the game.

φαίνομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be clearly seen)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His kindness shines through everything he says.
Η ευγένειά του είναι εμφανής σε ότι και αν πει.

φαίνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (be clearly seen)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Whenever she speaks, her intelligence shines through.

βρέξει χιονίσει

adverb (whatever the weather)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come rain or shine, we are going to the beach tomorrow!

βρέξει χιονίσει

adverb (figurative (whatever happens) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come rain or shine, I will never abandon you.

βρέξει χιονίσει

adverb (whatever the weather)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The marathon run will take place rain or shine, although it will be postponed if there's lightning.

Καλημερούδια!

interjection (get out of bed) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rise and shine! It's six o'clock and you have to get ready for school.

ρίχνω φως σε κτ

verbal expression (figurative (make something clearer) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The research shines a light on the way these animals behave.

καθάρισμα παπουτσιών, γυάλισμα παπουτσιών

noun (mainly US (shoe-cleaning service)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λούστρος

noun (mainly US (male child who polishes shoes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μου γυαλίζει

verbal expression (informal (take a liking to [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She took a shine to him from the first time they met.
Της γυάλισε από την πρώτη τους συνάντηση.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shone στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.