Τι σημαίνει το shoot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shoot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shoot στο Αγγλικά.

Η λέξη shoot στο Αγγλικά σημαίνει πυροβολώ, πυροβολώ, πυροβολώ, σκοτώνω, πυροβολώ κπ/κτ σε κτ, πυροβολώ, γυρίζω, τραβάω, τραβώ, φτου, βλαστάρι, κυνήγι, γύρισμα, φωτογράφιση, σουτάρω, ρίχνω, ρίχνω, τρέχω, φωτογραφίζω, γυρίζω, σουτάρω, διαπερνώ, λέω, καταγράφω, προσδιορίζω τη θέση, ρίχνω, πετυχαίνω, φωτογραφίζω, σουτάρω, απαντάω, απαντώ, γυρνάω, γυρνώ, επιστρέφω, στέλνω, την κάνω, κάνω ένεση ναρκωτικών, σουτάρω, βαράω ένεση, γαζώνω, ρίζα μπαμπού, φωτογράφιση, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, καταρρίπτω αεροσκάφος, σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω, αμφισβητούμαι, προσπαθώ, πετάγομαι από κτ, τα λέω, κάνω κανό, εκτινάσσομαι, παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι, ταινία με πιστολίδι, με πιστολίδι, παιχνίδι με όπλα, με όπλα, ανταλλαγή πυροβολισμών, τάι-μπρέικ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shoot

πυροβολώ

intransitive verb (fire a gun)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert's father taught him to shoot when he was a little boy.
Όταν ο Ρόμπερτ ήταν μικρό παιδί, ο πατέρας του του δίδαξε πώς να πυροβολεί (or: να ρίχνει).

πυροβολώ

(fire a gun at)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers shot at the enemy.
Οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ (or: έβαλαν) κατά του εχθρού.

πυροβολώ

transitive verb (gun: fire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He shot the gun.
Πυροβόλησε.

σκοτώνω

transitive verb (kill with gun, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Where did you shoot that deer?
Πού σκότωσες αυτό το ελάφι;

πυροβολώ κπ/κτ σε κτ

(wound by firing gun, etc.)

The soldier was shot in the leg.
Ο στρατιώτης δέχθηκε πυροβολισμό στο πόδι.

πυροβολώ

transitive verb (execute by gunfire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The prisoner was shot by the firing squad.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξέσπασαν επεισόδια και οι δεσμοφύλακες πυροβόλησαν τον επίδοξο δραπέτη.

γυρίζω

transitive verb (film) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They are shooting the movie in Canada.
Γυρίζουν την ταινία στον Καναδά.

τραβάω, τραβώ

transitive verb (photo: take) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The photographer shot 50 photos.
Ο φωτογράφος τράβηξε 50 φωτογραφίες.

φτου

interjection (US, slang, euphemism (annoyance) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Shoot! I forgot his birthday!
Φτου, να πάρει! Ξέχασα τα γενέθλιά του!

βλαστάρι

noun (botany: sprout)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
From the eight seeds we got five shoots growing.

κυνήγι

noun (hunt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They went on a turkey shoot.

γύρισμα

noun (informal (filming session)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shoot will be on location in Iceland.

φωτογράφιση

noun (informal (photo shoot: photography session)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Zelda is at the shoot working as a camera assistant.

σουτάρω

intransitive verb (sport: aim at goal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The basketball player decided to pass instead of shoot.

ρίχνω

intransitive verb (pool, billiards: play, hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's your turn to shoot. Try to knock the 7-ball in.

ρίχνω

intransitive verb (play marbles)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The experienced marble player was able to shoot very well.

τρέχω

intransitive verb (informal (move quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The kid shot across the field to get the ball.
Το παιδί τσακίστηκε να φτάσει στην άλλη πλευρά του γηπέδου για να πιάσει την μπάλα.

φωτογραφίζω

intransitive verb (photograph)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You better shoot before it gets too dark!

γυρίζω

intransitive verb (film)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They shot all day long, but got the scenes that they wanted.

σουτάρω

intransitive verb (ball: aim at target)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He shot just as time ran out in the game.

διαπερνώ

intransitive verb (pain: pass through body)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The pain shot up his arm after he hit his elbow.
Όταν χτύπησε τον αγκώνα του, ο πόνος διαπέρασε όλο το μπράτσο του.

λέω

intransitive verb (slang (speak)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I want to hear your opinion. When you're ready, shoot.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί φοβάσαι να μου πεις το μυστικό σου; Άντε ρίχτο!

καταγράφω

transitive verb (take seismic reading)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The geologists will shoot and interpret the seismic data for you.

προσδιορίζω τη θέση

transitive verb (star, planet: site)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The captain used a sextant to shoot the sun.

ρίχνω

transitive verb (dice: throw)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's your turn. Shoot the dice!

πετυχαίνω

transitive verb (golf: play, hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I shot a 69 yesterday!

φωτογραφίζω

transitive verb (take a photo of) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The fashion model allows only a few photographers to shoot pictures of her.

σουτάρω

transitive verb (ball: aim at goal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The footballer shot the ball between the posts.

απαντάω, απαντώ

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (retort)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"I didn't steal her purse!", the street kid shot back.

γυρνάω, γυρνώ, επιστρέφω

phrasal verb, intransitive (object: return)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He tossed the boomerang, which shot right back to him.

στέλνω

phrasal verb, transitive, separable (reply: send)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I read Ken's email, then shot back an angry reply.

την κάνω

phrasal verb, intransitive (AU, informal (depart quickly) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ένεση ναρκωτικών, σουτάρω, βαράω ένεση

phrasal verb, intransitive (slang (inject drugs intravenously) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The marks on his arm indicated he shot up frequently.
Τα σημάδια στα χέρια του έδειχναν ότι βάραγε συχνά ενέσεις.

γαζώνω

phrasal verb, transitive, separable (US, slang (riddle with bullets) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The killer threatened to shoot up the place if anyone approached him.
Ο δολοφόνος απείλησε να γαζώσει το μέρος εάν τον πλησίαζε κανείς.

ρίζα μπαμπού

noun (often plural (edible sprout)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We ordered chicken sauteed with broccoli and bamboo shoots.

φωτογράφιση

noun (informal (photography session)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

verbal expression (look quickly at) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

verbal expression (look quickly at) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταρρίπτω αεροσκάφος

(aircraft: attack with gunfire) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We were ordered to shoot down the military aircraft.

σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω

(informal (kill with gun) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμφισβητούμαι

(figurative (discredit)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
His idea was immediately shot down by the director.
Η ιδέα του αμφισβητήθηκε άμεσα από τον σκηνοθέτη.

προσπαθώ

(US, slang, figurative (aspire to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάγομαι από κτ

(appear suddenly, rapidly)

τα λέω

verbal expression (slang, figurative (chat) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We didn't talk about anything important that night - we were just shooting the breeze.
Δεν συζητήσαμε τίποτα σημαντικό χτες το βράδυ, απλά τα λέγαμε.

κάνω κανό

verbal expression (canoe down fast river)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marc and his friends are going to shoot the rapids this weekend.

εκτινάσσομαι

(size, quantity: increase)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Buy as much as you can now, because in the summer prices will shoot up!
Αγόρασε όσο πιο πολλά μπορείς τώρα επειδή το καλοκαίρι οι τιμές θα εκτιναχθούν.

παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι

(informal (child: get taller) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was small until his teens, when all of a sudden he shot up.
Ήταν μικροκαμωμένος μέχρι την εφηβεία του όταν ξαφνικά πήρε μπόι.

ταινία με πιστολίδι

noun (film: involves shooting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με πιστολίδι

adjective (film: involves shooting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιχνίδι με όπλα

noun (video game: involves shooting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με όπλα

adjective (video game: involves shooting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανταλλαγή πυροβολισμών

noun (gunfight)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The fight ended in a shootout in which one man was injured.
Η συμπλοκή κατέληξε σε πιστολίδι στο οποίο τραυματίστηκε ένας άντρας.

τάι-μπρέικ

noun (sport: quickfire contest) (αθλητισμός: ισόπαλος αγώνας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The team failed in the shootout, losing 3-2.
Η ομάδα δεν τα κατάφερε στο τάι-μπρέικ και έχασε με 3-2.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shoot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shoot

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.