Τι σημαίνει το shoe στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης shoe στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shoe στο Αγγλικά.
Η λέξη shoe στο Αγγλικά σημαίνει παπούτσι, πέταλο, σιαγόνα φρένου, πεταλώνω, παπούτσι μπαλέτου, γόβα, επίσημα υποδήματα, παπούτσι ποδοσφαίρου, παπούτσι του γκολφ, αθλητικά παπούτσια, αξεσουάρ φλας που προσαρτάται στη μηχανή, αθλητικά παπούτσια, κουτί παπουτσιών, τμήμα υποδημάτων, κόκκαλο, δέρμα για παπούτσια, καλτσάκι, επένδυση υποδήματος, βιομηχανία υποδημάτων, παπουτσοθήκη, βαφή/βερνίκι παπουτσιών, παπουτσοθήκη, κατάστημα επιδιόρθωσης παουτσιών, νούμερο παπουτσιού, τάπα, κατάστημα παπουτσιών, καλαπόδι, στρίμωγμα, καθάρισμα παπουτσιών, γυάλισμα παπουτσιών, λούστρος, παντόφλα, αθλητικό παπούτσι, παπούτσια για τένις, παπούτσια του τένις, άλλαξαν τα πράγματα, ψάχνω για δουλειά, αντρικά παπούτσια με χαρακτηριστικό τελείωμα στη μύτη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης shoe
παπούτσιnoun (footwear) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) These shoes are too tight - they're hurting my toes. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δουλεύει σε κατάστημα υποδημάτων. |
πέταλοnoun (horseshoe) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The horse needs new shoes. Call the blacksmith. |
σιαγόνα φρένουnoun (part of a brake) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The brake shoes on my car are badly worn and need replacing. |
πεταλώνωtransitive verb (horse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You need a good hammer to shoe a horse. |
παπούτσι μπαλέτουnoun (usually plural (classical dancer's shoe) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He noticed the pink ballet slippers on the ballerina's feet. |
γόβαnoun (women's footwear) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επίσημα υποδήματαnoun (usually plural (formal footwear) (λόγιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παπούτσι ποδοσφαίρουnoun (usually plural (sports shoe with studded soles) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I need some new football boots because mine are falling apart. |
παπούτσι του γκολφnoun (usually plural (shoe worn to play golf) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Golf shoes are required on the putting green. |
αθλητικά παπούτσιαplural noun (trainers) You have to wear gym shoes to play squash at that club. |
αξεσουάρ φλας που προσαρτάται στη μηχανήnoun (flash mount on a camera) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αθλητικά παπούτσιαnoun (often plural (trainer, sneaker) I don't know why running shoes need to be so expensive. |
κουτί παπουτσιώνnoun (cardboard box in which shoes are sold) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) When I buy new shoes I always save the shoe box for storing things in. |
τμήμα υποδημάτωνnoun (section of a shop selling footwear) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You may be able to find shoe polish in the shoe department. |
κόκκαλοnoun (implement for easing on shoes) (παπουτσιών) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δέρμα για παπούτσιαnoun (treated animal skin used for shoes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Leather that is tanned for shoe leather is stiffer than that used for gloves. |
καλτσάκιnoun (foot covering inside shoe) (κοντό, λεπτό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επένδυση υποδήματοςnoun (foot covering worn inside a shoe) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βιομηχανία υποδημάτωνnoun (mass production of footwear) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παπουτσοθήκηnoun (rack for storing shoes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βαφή/βερνίκι παπουτσιώνnoun (wax for making footwear shiny) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My shoes are dirty and I don't have any shoe polish. |
παπουτσοθήκηnoun (shelving unit for storing footwear) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάστημα επιδιόρθωσης παουτσιώνnoun (place where footwear is mended) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νούμερο παπουτσιούnoun (standard footwear measurement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τάπαnoun (stud on sports footwear) (παπούτσι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάστημα παπουτσιώνnoun (shop that sells footwear) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλαπόδιnoun (shaped insert for footwear) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I take good care of my shoes by keeping shoe trees in them when I'm not wearing them. |
στρίμωγμαnoun (figurative (act of squeezing [sth] into limited space) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καθάρισμα παπουτσιών, γυάλισμα παπουτσιώνnoun (mainly US (shoe-cleaning service) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λούστροςnoun (mainly US (male child who polishes shoes) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παντόφλαnoun (usually plural (soft indoor shoe) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) These slipper shoes have non-grip soles. |
αθλητικό παπούτσιnoun (usually plural (sneaker, trainer) (συνήθως πληθυντικός) You can't go to the mayor's ball wearing sports shoes! |
παπούτσια για τένις, παπούτσια του τένιςplural noun (sneakers, trainers) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άλλαξαν τα πράγματαexpression (figurative (circumstances reversed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lily was always scornful of unemployed people; the shoe's on the other foot now that she's lost her job. |
ψάχνω για δουλειάverbal expression (US, Informal (look for a job) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bob really wore out his shoe leather looking for a new job. |
αντρικά παπούτσια με χαρακτηριστικό τελείωμα στη μύτηnoun (US, figurative (shoe: style of toecap) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) He was the height of fashion, from his pinstripe suit to his wingtips. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shoe στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του shoe
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.