Τι σημαίνει το signalling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης signalling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του signalling στο Αγγλικά.

Η λέξη signalling στο Αγγλικά σημαίνει σήμα, σημάδι, φανάρι, σήμα, κάνω σήμα σε κπ, κάνω νόημα σε κπ, κάνω σινιάλο σε κπ, σηματοδοτώ, σημαίνω, σημαντικός, αξιοσημείωτος, σήμα, έναυσμα, του σήματος, οδοσήμανση, σήμανση, επισήμανση, υποδεικνύω, συσκευή η οποία παράγει σήμα κινδύνου, σήμα κινδύνου, σήμα κατειλημμένης γραμμής, διακριτικό σήμα, σήμα κινδύνου, ένδειξη σφάλματος, παίρνω το μήνυμα, χειρονομία, νευρικό σήμα, θάλαμος χειρισμού, συνδετική λέξη, φανάρι, σήµα αλλαγής πορείας, προειδοποιητικό σήμα, συναγερμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης signalling

σήμα, σημάδι

noun (sign, gesture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Frederica's wink was a signal that all had gone according to plan.
Το κλείσιμο του ματιού της Φρεντερίκα ήταν ένα σινιάλο ότι όλα είχαν πάει σύμφωνα με το πλάνο.

φανάρι

noun (traffic light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was almost an accident, when a driver ignored the signal at the level crossing.
Παραλίγο να γίνει ατύχημα όταν ένας οδηγός αγνόησε το φανάρι στη διασταύρωση.

σήμα

noun (electrical waves, current)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm having trouble getting a good signal on this old radio set; it's very crackly. Audrey tried to phone for help, but she couldn't get a signal.
Δυσκολεύομαι να πιάσω καλό σήμα σε αυτό το παλιό ραδιόφωνο. Κάνει πολλά παράσιτα. Η Όντρι προσπάθησε να καλέσει βοήθεια αλλά δεν έπιανε σήμα.

κάνω σήμα σε κπ, κάνω νόημα σε κπ, κάνω σινιάλο σε κπ

transitive verb (communicate sign) (ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harry signalled to Jasmin that they should leave.
Ο Χάρυ έκανε νόημα στην Τζάσμιν ότι έπρεπε να φύγουν.

σηματοδοτώ, σημαίνω

transitive verb (be a sign of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There was a siren that signalled the beginning of the working day.
Υπήρχε μια σειρήνα που σηματοδοτούσε την αρχή της εργάσιμης μέρας.

σημαντικός, αξιοσημείωτος

adjective (formal (remarkable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a signal achievement in the history of our nation.

σήμα

noun (to start)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The competitors in the race waited for the starter's signal.

έναυσμα

noun (incitement to action)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rising food prices were a signal for rebellion among the people.

του σήματος

noun as adjective (relating to a broadcast signal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Unfortunately, signal strength is poor here, so you won't be able to listen to the radio.

οδοσήμανση

noun (installation of traffic signals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σήμανση

noun (system of signals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επισήμανση

noun (making something conspicuous)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Thanks to Julie's signalling of the problem, I was able to deal with it before it turned into a disaster.

υποδεικνύω

transitive verb (indicate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συσκευή η οποία παράγει σήμα κινδύνου

noun (device making a warning sound)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σήμα κινδύνου

noun (warning sound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σήμα κατειλημμένης γραμμής

noun (buzz when dialled phone in use)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I tried to call Pauline, but all I got was a busy signal.

διακριτικό σήμα

noun (TV, radio station: code)

σήμα κινδύνου

noun (help-needed signal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
'Mayday' is an emergency code word used internationally as a distress signal.

ένδειξη σφάλματος

noun (fault indicator)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Error signals go off when the printer runs out of paper or ink.

παίρνω το μήνυμα

verbal expression (informal, figurative (be notified or given permission) (μτφ, καθομ: γνωστοποίηση ή έγκριση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χειρονομία

noun (indication made by hand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cyclists should use hand signals when turning or stopping for greater road safety.

νευρικό σήμα

noun ([sth] transmitted by brain synapses)

θάλαμος χειρισμού

(UK (railway signal tower)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συνδετική λέξη

noun (grammar: conjunction)

φανάρι

noun (lights controlling traffic flow)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Traffic signals in the U.S. go from red to green to amber.

σήµα αλλαγής πορείας

noun (US (driving)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προειδοποιητικό σήμα

noun ([sth] that indicates danger)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He ignored all the warning signals and carried on regardless.

συναγερμός

noun (alarm)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Because he was deaf he didn't hear the warning signal at the level crossing.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του signalling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.