Τι σημαίνει το signed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης signed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του signed στο Αγγλικά.

Η λέξη signed στο Αγγλικά σημαίνει υπογεγραμμένος, πινακίδα, πινακίδα, ταμπέλα, σημάδι, σημάδι, σύμβολο, ζώδιο, επιγραφή, υπογράφω, λέω στη νοηματική, λέω στη νοηματική γλώσσα, σύμβολο, νόημα, νεύμα, νοηματική γλώσσα, ένδειξη, σύμβολο, χνάρι, ίχνος, υπογράφω, κάνω νόημα, μιλάω τη νοηματική, υπογράφω, υπογράφω, κάνω νόημα, υπογράφω με κπ, λέω στη νοηματική, υπογεγραμμένο και επικυρωμένο, συνδεδεμένος, που χτύπησε κάρτα, που έχει κάνει check in, εγγεγραμμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης signed

υπογεγραμμένος

adjective (bearing a signature)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I bought a signed copy of "Moby Dick" online.

πινακίδα

noun (traffic notice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The sign said to stop.
Η πινακίδα έλεγε να σταματήσουμε.

πινακίδα, ταμπέλα

noun (notice, placard)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shopkeeper put a sign up saying he'd be back in thirty minutes.
Ο καταστηματάρχης έβαλε μια πινακίδα (or: ταμπέλα) που έλεγε ότι θα επέστρεφε σε μισή ώρα.

σημάδι

noun (indication)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are signs that it will storm tomorrow.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι αύριο θα έχει καταιγίδα.

σημάδι

noun (portent, presage) (με γενική ή ότι θα γίνει κτ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some people say that when cows lie down, it is a sign of rain.

σύμβολο

noun (typographical character)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What does the pound sign look like?
Ποιο είναι το σύμβολο της λίρας;

ζώδιο

noun (zodiac symbol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What is your sign? I'm a Leo.
Τι ζώδιο είσαι; Εγώ είμαι Λέων.

επιγραφή

noun (shop sign)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All the shops had small painted signs out front.

υπογράφω

transitive verb (add signature to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He signed the form at the bottom.
Υπέγραψε την αίτηση στο κάτω μέρος.

λέω στη νοηματική, λέω στη νοηματική γλώσσα

transitive verb (say in sign language)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veronica's hearing-impaired friend signed that he would prefer to meet at seven o'clock that evening.
Η φίλη της Βερόνικα που είχε πρόβλημα ακοής είπε στη νοηματική ότι θα προτιμούσε να συναντηθούν στις 7 το απόγευμα.

σύμβολο

noun (symbol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The scroll was covered in signs that they could not understand.

νόημα

noun (indicative gesture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ken's sign told us that he was all right.

νεύμα

noun (gesture within sign language) (λέξη νoηματικής γλώσσας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The deaf woman's sign indicated that she would drive.

νοηματική γλώσσα

noun (sign language)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Do you know the sign for "cat" in American Sign Language?

ένδειξη

noun (symptom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is showing signs of diabetes.

σύμβολο

noun (mathematics: plus, minus, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Yes, three hundred, but what is the sign? Positive or negative?

χνάρι, ίχνος

plural noun (US (animal tracks)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rancher inspected the area for coyote signs.

υπογράφω

intransitive verb (write a signature)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He signed, once he had found the right place.

κάνω νόημα

intransitive verb (use gestures)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Trying not to make noise, he signed for her to come towards him.

μιλάω τη νοηματική

intransitive verb (use sign language)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She has a sister who is deaf, so she knows how to sign.

υπογράφω

intransitive verb (agree to a contract)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He finally signed after deliberating for a few weeks.

υπογράφω

transitive verb (autograph)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The movie star signed many autographs that day.

κάνω νόημα

transitive verb (communicate using gestures)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Since the boss had laryngitis, he had to sign his approval of our idea with his head.

υπογράφω με κπ

transitive verb (hire, employ)

They signed the basketball star to a new contract.
Δέσμευσαν τον διάσημο μπασκετμπολίστα με νέο συμβόλαιο.

λέω στη νοηματική

transitive verb (say in sign language)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The two signed their conversation so they wouldn't make noise.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Για να μην τους καταλάβει κανείς έλεγαν τα νέα τους στη νοηματική.

υπογεγραμμένο και επικυρωμένο

adjective (legal document: made official)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνδεδεμένος

adjective (computer user: logged on)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
In order to post a comment on this blog, you must be signed in.

που χτύπησε κάρτα

adjective (worker: clocked in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει κάνει check in

adjective (hotel guest: checked in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγγεγραμμένος

adjective (member: registered)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του signed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του signed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.