Τι σημαίνει το silly στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης silly στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του silly στο Αγγλικά.

Η λέξη silly στο Αγγλικά σημαίνει χαζός, ανόητος, χαζός, ανόητος, χαζός, ανόητος, κάνω σαν παιδί, κάνω ανοησίες, κάνω χαζομάρες, δείχνω γελοίος, χαζοβιόλης, χαζοβιόλα, χαζός, χαζοβιόλης, κουτός, χαζός, χαζοβιόλης, κουτός, ανόητος, ηλίθιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης silly

χαζός, ανόητος

adjective (foolish)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
What a silly thing to say!
Τι χαζομάρα ήταν αυτό που είπες;

χαζός, ανόητος

adjective (stupid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is being silly by insisting on eating at home every night.
Φέρεται σαν χαζός που επιμένει να τρώει σπίτι κάθε βράδυ.

χαζός, ανόητος

adjective (absurd)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The comedian was known for his silly humour.
Ο κωμικός ήταν γνωστός για τα χαζά (or: ανόητα) αστεία του.

κάνω σαν παιδί

verbal expression (informal (act childishly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boys are always doing silly things, like trying to put dolls' clothes on the cat.
Τα αγόρια κάνουν σαν παιδιά όπως το να δοκιμάζουν ρούχα από κούκλες στο γατί.

κάνω ανοησίες, κάνω χαζομάρες

verbal expression (informal (act foolishly)

She's done some silly things in her time, but lying to the police? How stupid can you get!
Έκανε αρκετές ανοησίες στα νιάτα της, αλλά να πει ψέματα στην αστυνομία; Πόσο χαζός πρέπει να είσαι για να κάνεις κάτι τέτοιο;

δείχνω γελοίος

intransitive verb (appear foolish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Take off that outrageous hat. You look silly!

χαζοβιόλης, χαζοβιόλα

(silly person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

χαζός, χαζοβιόλης, κουτός

noun (slang ([sb] foolish or childish) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαζός, χαζοβιόλης, κουτός

noun ([sb] foolish or childish)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some silly person forgot to close the gate, and the dog got out.

ανόητος, ηλίθιος

noun (UK, slang, vulgar (stupid person) (μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του silly στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του silly

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.