Τι σημαίνει το silver στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης silver στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του silver στο Αγγλικά.
Η λέξη silver στο Αγγλικά σημαίνει ασήμι, ασημί, μαχαιροπίρουνα, ασημένιος, ασημής, ασημένιος, νόμισμα, κέρμα, γεννημένος στα πλούτη, σολωμός κοχό, κολλοειδές ασήμι, Σήμυδα η κρεμοκλαδής, Σήμυδα η θηλώδης, μαγικό ραβδάκι, ελάτη, αλουμινόχαρτο, ασημένια αλεπού, ασημότριχη αλεπού, θετική πλευρά, ασημένιο μετάλλιο, αργυρό μετάλλιο, ορυχείο αργύρου/ασημιού, εξόρυξη αργύρου, νιτρικός άργυρος, αλουμινόχαρτο, επίστρωση αργύρου, επαργύρωση, χωρίς κόπο, είδος αλόγου με γκρι τρίχωμα, ασημής, κινηματογράφος, κινηματογραφική οθόνη, αγγλικός τρόπος σερβιρίσματος, ασημένιο κουτάλι, ηλικιωμένο άτομο που είναι ικανός χρήστης του διαδικτύου, αργυρή επέτειος γάμου, γκριζομάλλης, επάργυρος, πειστικός, sterling silver, μαχαιροπήρουνα πρότυπου βαθμού καθαρότητας, ασπρολάβρακο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης silver
ασήμιnoun (element, metal) (μέταλλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The earring was made of silver. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το ήλεκτρον είναι φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου. |
ασημίnoun (colour) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I prefer silver over blue for my new car. Προτιμώ το ασημί από το μπλε χρώμα για το νέο μου αυτοκίνητο. |
μαχαιροπίρουναnoun (silverware) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Lay out the silver with the plates for the dinner guests. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αγόρασα ασημένια μαχαιροπίρουνα σήμερα. Είναι πολύ όμορφα, αλλά και πολύ ακριβά. |
ασημένιοςnoun as adjective (made of silver) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She loved the expensive silver necklace. Αγάπησε το ακριβό ασημένιο κολιέ. |
ασημής, ασημένιοςadjective (silver coloured) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The silver car near the tree is mine. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ένα ολόγιομο αργυρό (or: αργυρόχρωμο) φεγγάρι πρόβαλε στον ορίζοντα. |
νόμισμα, κέρμαnoun (dated (coins) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The merchant went to the pub with plenty of silver in his pocket. |
γεννημένος στα πλούτηadjective (figurative (have a wealthy upbringing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She was born with a silver spoon in her mouth. |
σολωμός κοχόnoun (fish: variety of salmon) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κολλοειδές ασήμιnoun (liquid metal) |
Σήμυδα η κρεμοκλαδής, Σήμυδα η θηλώδηςnoun (tree with silvery-white bark) (βοτανική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They planted silver birch all around the pond. |
μαγικό ραβδάκιnoun (direct or immediate solution) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελάτη(botany) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλουμινόχαρτοnoun (UK (aluminum foil) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ασημένια αλεπού, ασημότριχη αλεπούnoun (tame fox breed) |
θετική πλευράnoun (figurative (positive aspect of [sth] bad) Not many people came to the charity auction, but the silver lining was that we raised £11,000. Δεν ήρθε πολύς κόσμος στη φιλανθρωπική δημοπρασία, αλλά η θετική πλευρά είναι ότι μαζέψαμε 11.000 λίρες. |
ασημένιο μετάλλιο, αργυρό μετάλλιο(second place medal) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ορυχείο αργύρου/ασημιούnoun (where silver is extracted) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The silver mine is situated in the south-west of Honshu Island. |
εξόρυξη αργύρουnoun (extraction of silver from underground) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νιτρικός άργυρος(chemistry) |
αλουμινόχαρτοnoun (tinfoil) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επίστρωση αργύρουnoun (thin coat of silver) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Obviously the solid silver cutlery was more expensive than the silver plate. |
επαργύρωσηnoun (thin coating of silver) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χωρίς κόποexpression (figurative (without any effort) Success doesn't come on a silver platter. |
είδος αλόγου με γκρι τρίχωμαnoun (whitish-grey horse) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ασημήςnoun (horse's coat: whitish-grey colour) (μεταφορικά, προφορικό: τρίχωμα αλόγου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κινηματογράφοςnoun (figurative (motion pictures, film industry) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κινηματογραφική οθόνηnoun (screen movie is projected on) |
αγγλικός τρόπος σερβιρίσματοςnoun (UK (formal method of serving dinner) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασημένιο κουτάλιnoun (utensil) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We gave our parents a set of silver spoons for their anniversary. |
ηλικιωμένο άτομο που είναι ικανός χρήστης του διαδικτύουnoun (slang (elderly internet user) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αργυρή επέτειος γάμουnoun (marriage: 25 years) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They had a party to celebrate their silver wedding anniversary. |
γκριζομάλληςadjective (having gray hair) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επάργυροςadjective (coated in silver) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πειστικόςadjective (figurative (who speaks well, persuasively) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
sterling silvernoun (silver strengthened by alloy) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I like these earrings, but do you have them in sterling silver? |
μαχαιροπήρουνα πρότυπου βαθμού καθαρότηταςnoun (cutlery made of silver alloy) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We were given some sterling silver flatware as a wedding present. |
ασπρολάβρακοnoun (fish: Morone chrysops) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του silver στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του silver
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.