Τι σημαίνει το fool στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fool στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fool στο Αγγλικά.

Η λέξη fool στο Αγγλικά σημαίνει βλάκας, κορόιδο, τρελός, τρελή, γελωτοποιός, κοροϊδεύω, ξεγελάω, κοροϊδεύω, κάνω ανοησίες, παίζω, χαζολογάω, χασομερώ, χαζολογάω, ερωτοτροπώ, κάνω φάση με κπ, παίζω με κτ, παίζω με κτ, παίζω με κτ, πρωταπριλιάτικο αστείο, αυτός που πιστεύει το πρωταπριλιάτικο αστείο, Πρωταπριλιά, πρωταπριλιάτικο ψέμα, μάταιο εγχείρημα, ανούσιο εγχείρημα, σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης, άνθρακας ο θησαυρός, φύκια για μεταξωτές κορδέλες, γελοιοποιούμαι, που δεν πιάνεται κορόιδο, που δεν είναι κορόιδο, κάνω τον καραγκιόζη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fool

βλάκας

noun (pejorative (idiot) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's such a fool, trying to cheat in an exam like that.
Είναι τόσο βλαμμένος που προσπαθεί να αντιγράψει σε ενα τέτοιο διαγώνισμα.

κορόιδο

noun (dupe) (προσβλητικό, μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He bought the car for full price? He is such a fool.
Αγόρασε το αυτοκίνητο χωρίς έκπτωση; Είναι μεγάλο κορόιδο.

τρελός, τρελή

noun ([sb] enthusiastic) (μεταφορικά: για κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I am a fool for basketball.
Είμαι τρελός για το μπάσκετ.

γελωτοποιός

noun (historical (court jester)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The fool entertained the king with his jokes.
Ο γελωτοποιός διασκέδασε τον βασιλιά με τα αστεία του.

κοροϊδεύω, ξεγελάω

transitive verb (deceive) (εξαπατώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She fooled him into believing that she was younger.
Τον κορόιδεψε (or: ξεγέλασε) πως τάχα είναι μικρότερη.

κοροϊδεύω

(play tricks)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't you try to fool with me! I'll know it immediately.
Μην προσπαθήσεις να με κοροϊδέψεις! Θα το καταλάβω αμέσως.

κάνω ανοησίες

intransitive verb (behave frivolously)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aw, I was just fooling. I didn't mean it seriously.
Ω, απλά αστειευόμουν. Δεν το εννοούσα στα σοβαρά.

παίζω, χαζολογάω

phrasal verb, intransitive (informal (act in silly way)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The teacher told Bobby to stop fooling around in class.
Ο δάσκαλος είπε στον Μπόμπι να σταματήσει να χαζολογάει στην τάξη.

χασομερώ, χαζολογάω

phrasal verb, intransitive (informal (not be productive) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boss doesn't like people fooling around when they should be working.
Στο αφεντικό δεν αρέσει να χασομερούν οι υπάλληλοι, ενώ θα έπρεπε να δουλεύουν.

ερωτοτροπώ

phrasal verb, intransitive (slang (have casual sex)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helen suspects that her husband has been fooling around.
Η Έλεν υποψιάζεται ότι ο άντρας της τσιλιμπουρδίζει.

κάνω φάση με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (have casual sex) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He had fooled around with every girl in town before he met Helen.

παίζω με κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (amuse yourself) (μεταφορικά)

Ben spent the afternoon fooling around with his new camera.

παίζω με κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (tamper or interfere with) (μεταφορικά)

When his car refused to start, he knew his son had been fooling with the engine.

παίζω με κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (slang (play with)

The kids were fooling with matches and accidentally set the house on fire.

πρωταπριλιάτικο αστείο

noun (practical joke)

αυτός που πιστεύει το πρωταπριλιάτικο αστείο

noun (victim of joke)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Πρωταπριλιά

noun (abbreviation, informal (April Fools' Day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρωταπριλιάτικο ψέμα

noun as adjective (joke, prank: played on 1st April)

μάταιο εγχείρημα, ανούσιο εγχείρημα

noun (a pointless exercise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης

noun (mineral: iron pyrites)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hank thought he was rich until he found out his mine was full of fool's gold.

άνθρακας ο θησαυρός, φύκια για μεταξωτές κορδέλες

noun (foolish quest, goal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He worked hard to get her attention, but his reward turned out to be just fool's gold.

γελοιοποιούμαι

verbal expression (do [sth] stupid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't mind being wrong, but I hate making a fool of myself.

που δεν πιάνεται κορόιδο, που δεν είναι κορόιδο

noun (informal (person: intelligent) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jack is nobody's fool; he knows better than to lose his money in card games.

κάνω τον καραγκιόζη

verbal expression (behave in a silly way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bob enjoyed playing the fool in front of his grandchildren.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fool στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fool

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.