Τι σημαίνει το smear στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης smear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του smear στο Αγγλικά.
Η λέξη smear στο Αγγλικά σημαίνει λεκές, μουτζουρώνω, πασαλείφω, αλείφω, απλώνω, αλείφω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ, επίχρισμα, λασπολογία, τεστ Παπ, συκοφαντικός, δυσφημιστικός, μουτζουρώνομαι, πασαλείφομαι, σπιλώνω, τεστ Παπανικολάου, κολπικό επίχρισμα, επίχρισμα αίματος, εξέταση επιχρίσματος αίματος, τεστ Παπανικολάου, δείγμα για τεστ Παπ, εκστρατεία σπίλωσης, εκστρατεία λασπολογίας, εκστρατεία δυσφήμισης, τεστ Παπανικολάου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης smear
λεκέςnoun (dirty mark) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sarah said she'd cleaned the windows, but they were covered in smears. Η Σάρα είπε ότι είχε καθαρίσει τα παράθυρα, αλλά ήταν γεμάτα με κηλίδες. |
μουτζουρώνω, πασαλείφωtransitive verb (smudge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't touch the wet paint or you'll smear it. Μην αγγίζεις τη βρεγμένη μπογιά γιατί θα τη μουτζουρώσεις. |
αλείφω, απλώνω(apply, layer on [sth]) (κτ σε κτ, κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My grandmother used to smear goose fat on my father's chest when he had a cough. Παλιά, η γιαγιά μου άλειφε λίπος χήνας στο στήθος του πατέρα μου όταν είχε βήχα. |
αλείφω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ(cover with [sth]) Jeremy smeared the cake with whipped cream and decorated it with strawberries. Ο Τζέρεμι άλειψε το κέικ με σαντυγί και το στόλισε με φράουλες. |
επίχρισμαnoun (laboratory sample) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The lab technician put the smear under the microscope. |
λασπολογίαnoun (figurative (words to harm reputation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The report was clearly intended as a smear to discredit the Prime Minister. |
τεστ Παπnoun (UK, informal (test for cervical cancer) (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) It's important for women to have regular smears. |
συκοφαντικός, δυσφημιστικόςnoun as adjective (causing harm to reputation) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The tabloid newspaper was clearly running a smear campaign against the politician. |
μουτζουρώνομαι, πασαλείφομαιintransitive verb (become smudged) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ursula tried to apply the nail polish evenly, but it smeared as soon as she put it on. |
σπιλώνωtransitive verb (figurative (lie to harm reputation of) (φήμη, όνομα κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The opposition party was clearly trying to smear the Prime Minister. |
τεστ Παπανικολάουnoun (UK (medical test: on cervix) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) During a cervical smear test, some cells are scraped from the cervix. |
κολπικό επίχρισμαnoun (UK (sample: cervix cells) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All the cervical smears from today's clinic will be sent to the laboratory this evening. |
επίχρισμα αίματοςnoun (blood specimen on microscope slide) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξέταση επιχρίσματος αίματοςnoun (blood test) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τεστ Παπανικολάουnoun (US (test for cervical cancer) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δείγμα για τεστ Παπnoun (US (cell sample used in pap test) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκστρατεία σπίλωσης, εκστρατεία λασπολογίας, εκστρατεία δυσφήμισηςnoun (propaganda against [sb]) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) His political opponents are waging a smear campaign against him. The smear campaign accused the candidate of accepting money from criminals. |
τεστ Παπανικολάουnoun (pap smear: cervical cancer check) (ιατρική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του smear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του smear
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.