Τι σημαίνει το streak στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης streak στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του streak στο Αγγλικά.

Η λέξη streak στο Αγγλικά σημαίνει γραμμή, ανταύγεια, στοιχείο του χαρακτήρα, σερί, αστραπή, κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα, τρέχω γυμνός, γεμίζω γραμμές, έχω ρέντα, ταινιοειδείς γονάδες, μιλάω ακατάπαυστα, σερί νικών, σερί επιτυχιών, δειλία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης streak

γραμμή

noun (mark, smear)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben hadn't done a very good job of cleaning the windows; there were streaks everywhere.
Ο Μπεν δεν είχε καθαρίσει και πολύ καλά τα παράθυρα. Υπήρχαν σημάδια παντού.

ανταύγεια

noun (hair: coloured highlight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ellen had blond streaks put in her hair when she went to the hairdresser's.
Η Έλεν έκανε ξανθιές ανταύγειες στα μαλλιά της όταν πήγε στο κομμωτήριο.

στοιχείο του χαρακτήρα

noun (personality trait)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Don't get on the wrong side of Neil; he's got a nasty streak.
Μην τα βάζεις με τον Νηλ. Έχει μια κακή πλευρά.

σερί

noun (series, run)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Alison was enjoying a streak of good luck; first she got promoted, then she won a raffle, and then her boyfriend announced he was taking her on a luxury holiday.

αστραπή

noun (flash: of lightning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A streak of lightning flashed across the sky.

κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα, κινούμαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα

intransitive verb (move quickly in a straight line)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The car streaked past.

τρέχω γυμνός

intransitive verb (run naked)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The man streaked across the football ground.

γεμίζω γραμμές

transitive verb (cover with streaks) (κατά λέξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rain streaked the window, and it was difficult to see the garden.

έχω ρέντα

expression (slang (lucky)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was on a hot streak and scoring goals.

ταινιοειδείς γονάδες

plural noun (congenital abnormality of genitalia) (ιατρική)

μιλάω ακατάπαυστα

verbal expression (figurative, informal (speak rapidly and incessantly)

σερί νικών

noun (several consecutive wins)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I had a great winning streak on my last trip to Las Vegas.

σερί επιτυχιών

noun (figurative (series of successes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company's winning streak is showing no signs of ending.

δειλία

noun (informal, figurative (cowardly nature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του streak στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.