Τι σημαίνει το smoothly στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης smoothly στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του smoothly στο Αγγλικά.

Η λέξη smoothly στο Αγγλικά σημαίνει ομαλά, απρόσκοπτα, πειστικά, στρωτά, ίσια, ομαλά, ομοιόμορφα, εξελίσσομαι ομαλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης smoothly

ομαλά, απρόσκοπτα

adverb (figurative (without problems)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The project is going smoothly; we should have everything finished on time.
Το πρότζεκτ προχωράει ομαλά, θα έχουμε τελειώσει τα πάντα στην ώρα μας.

πειστικά

adverb (talk, write: suavely, with charm)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The sales rep spoke smoothly, persuading Ben the purchase was a good idea.
Ο πωλητής μιλούσε πειστικά, πείθοντας τον Μπεν πως η αγορά ήταν μια καλή ιδέα.

στρωτά, ίσια, ομαλά, ομοιόμορφα

adverb (without bumps) (χωρίς προεξοχές)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The bedspread lay smoothly on top of the bed.
Το κουβερλί ήταν ομοιόμορφα στρωμένο στο κρεβάτι.

εξελίσσομαι ομαλά

(go easily and without hindrances)

Everything was proceeding smoothly on our journey to Townsville.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του smoothly στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.