Τι σημαίνει το so that στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης so that στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του so that στο Αγγλικά.

Η λέξη so that στο Αγγλικά σημαίνει τόσο, οπότε, άρα, επίσης, έτσι, στη συνέχεια, τόσο, λοιπόν, έτσι, ε και;, έτσι, έτσι, έτσι, λοιπόν, ώστε, σολ, εκείνος, που, εκείνος, εκείνος, πολύ, πολύ, που, τόσο, που, ότι, πως, με σκοπό να, με στόχο να, εκείνος, τόσο ώστε, τόσο που. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης so that

τόσο

adverb (to such an extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was so mad that he forgot to eat dinner.
Ήταν τόσο θυμωμένος που ξέχασε να φάει.

οπότε, άρα

conjunction (therefore)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
I'm hungry, so I'm going to get something to eat.
Πεινάω, οπότε θα πάρω να κάτι να φάω.

επίσης

adverb (too, also)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I want to go to the movies and so does she.
Θέλω να πάω σινεμά, το ίδιο και εκείνη.

έτσι

adverb (affirmative: yes, indeed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Does he like her? I think so.
Του αρέσει; Μάλλον ναι.

στη συνέχεια

conjunction (then, next)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dinner is over ladies and gentlemen, and so to the next item on our agenda.
Το δείπνο τελείωσε κυρίες και κύριοι, και προχωράμε στο επόμενο θέμα στην ατζέντα.

τόσο

adverb (intensifier: very)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That guy is so good looking!
Αυτός ο τύπος είναι πολύ ωραίος!

λοιπόν, έτσι

adverb (as stated)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
So, as I have already explained, there really is no need to worry.
Λοιπόν (or: Έτσι), όπως ήδη σας εξήγησα, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.

ε και;

interjection (who cares?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mario gets paid more than you. So?
Ο Μάριο πληρώνεται περισσότερο από σένα. Ε και;

έτσι

pronoun (the same)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You are a gentleman; may you remain so all your years.
Είσαι κύριος. Μακάρι να παραμείνεις έτσι για πάντα.

έτσι

adverb (informal (emphatic)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That car is nicer than your car. It is so!
Αυτό το αυτοκίνητο είναι πιο ωραίο από το δικό σου. Έτσι είναι!

έτσι

adverb (demonstrating: like this)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When ironing, you need to move the hot iron over the clothes so.

λοιπόν

adverb (changing, returning to subject)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
So, Alice, why did you come to Edinburgh?

ώστε

conjunction (in order that)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Drive carefully so that you will arrive safely. The teacher spoke slowly so her students would understand her.

σολ

noun (fifth note of musical scale) (νότα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
"So" comes before "la" in the musical scale.

εκείνος

pronoun (demonstrative: it, she, he) (αν είναι μακρυά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Do you like that? That's not what I meant.
Δεν εννοούσα αυτό.

που

pronoun (relative)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
The food that I ate last night gave me a stomach ache.

εκείνος

adjective (as indicated) (αν είναι μακρυά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I like that scarf best.
Μου αρέσει εκείνο το φουλάρι καλύτερα.

εκείνος

adjective (the more distant of two)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I'm not sure if I like this one or that one.
Δεν είμαι σίγουρη αν προτιμώ αυτό ή εκείνο.

πολύ

adverb (so)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's not that easy to learn a new language after age fifty.
Δεν είναι και τόσο εύκολο να μάθεις μία ξένη γλώσσα μετά τα πενήντα.

πολύ

adverb (very)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The movie was not that good.
Η ταινία δεν ήταν και τόσο καλή.

που

conjunction (at which, in which)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
From the direction that he was going in, I would say he was headed to town.
Από την κατεύθυνση που πήρε, θα έλεγα ότι πηγαίνει στην πόλη.

τόσο

adverb (to such an extent) (πριν από επίθετο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I cannot believe I could sleep that deeply. You may not believe me, but it was that hot.
Ίσως δεν το πιστέψεις, αλλά έκανε όντως τόση ζέστη.

που

conjunction (so … that: to such a degree that)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
He was so hungry that he could hear his stomach rumbling.
Πεινούσε τόσο πολύ που άκουγε το στομάχι του να γουργουρίζει.

ότι, πως

conjunction (quoting)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
He said that he didn't want to go.
Είπε ότι (or: πως) δεν ήθελε να φύγει.

με σκοπό να, με στόχο να

conjunction (literary (in order that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She studied hard that she might become a doctor.

εκείνος

pronoun (the thing indicated)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Do you want this or that?

τόσο ώστε, τόσο που

expression (to such a degree that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του so that στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.