Τι σημαίνει το so στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης so στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του so στο Αγγλικά.

Η λέξη so στο Αγγλικά σημαίνει τόσο, οπότε, άρα, επίσης, έτσι, στη συνέχεια, τόσο, λοιπόν, έτσι, ε και;, έτσι, έτσι, έτσι, λοιπόν, ώστε, σολ, σολ, υδρόλυμα, σολ, sol, περίπου μία ντουζίνα, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, επομένως, άρα, συνεπώς, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά, και τα λοιπά, και ούτω καθεξής, τόσο... όσο, εφόσον, αρκεί να, όσο, ακόμα και αν, ακόμα και έτσι, πάρα πολύ, αραιά και που, που και που, μη συμμόρφωση, για πάντα, εδώ και πολύ καιρό, εδώ και καιρό, Πώς και έτσι;, δε νομίζω, σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ, νομίζω, αυτό φοβάμαι, εν τοιαύτη περιπτώσει, αν ναι, αφού το λες εσύ, για να το λες εσύ, αφού το λες εσύ, για να το λες εσύ, με αυτό τον τρόπο, έτσι, με αυτό τον τρόπο, έτσι, επί λέξει, στο βαθμό, στο βαθμό που, στο μέτρο που, προκύπτει, συνεπάγεται, έπεται, έτσι θα γίνει, τόσο όσο, τόσο όσο, έτσι, που είναι αυτής της άποψης, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ποτέ, δεν είναι έτσι, δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα, όχι τόσο πολλοί, λίγοι, λιγότερο, όχι τόσο πολύ, όχι και πολύ, λιγάκι, καμιά εκατοσταριά, καμιά κατοσταριά, περίπου, χονδρικά, κατά προσέγγιση, ακριβώς, σωστά, έτσι, τόσο, συμφωνία, για να, που έχει το θάρρος να, που ονομάζεται έτσι, που λέγεται έτσι, και εγώ επίσης, και εγώ το ίδιο, μέχρι τώρα/στιγμής, μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό, από όσο, μέχρι τώρα όλα καλά, όλα καλά ως τώρα, τόσο καλός, Έτσι είναι η ζωή., έτσι φαίνεται, γεια χαρά, τόσο μακρύς, τόσοι πολλοί, συγκεκριμένος αριθμός, τόσο πολύ, τόσο, τόσο πολύ, έστω, όλο κι όλο, πάει και αυτό, φτάνει πια, τόσο ώστε, τόσο που, τόσο νωρίς, εντάξει;, ας πούμε, ε, και;, ε και;, και λοιπόν;, και τι έγινε;, τι και αν, για νέο μας το λες;, τάδε, δείνα, απαυτός, αποτέτοιος, ας πούμε, έτσι και έτσι, έτσι και έτσι, περίπου δέκα, Σ' ευχαριστώ πολύ, Σ' ευχαριστώ πολύ!, Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!, με σκοπό να, με στόχο να, δεδομένης της κατάστασης, έτσι νομίζω, έτσι πιστεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης so

τόσο

adverb (to such an extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was so mad that he forgot to eat dinner.
Ήταν τόσο θυμωμένος που ξέχασε να φάει.

οπότε, άρα

conjunction (therefore)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
I'm hungry, so I'm going to get something to eat.
Πεινάω, οπότε θα πάρω να κάτι να φάω.

επίσης

adverb (too, also)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I want to go to the movies and so does she.
Θέλω να πάω σινεμά, το ίδιο και εκείνη.

έτσι

adverb (affirmative: yes, indeed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Does he like her? I think so.
Του αρέσει; Μάλλον ναι.

στη συνέχεια

conjunction (then, next)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dinner is over ladies and gentlemen, and so to the next item on our agenda.
Το δείπνο τελείωσε κυρίες και κύριοι, και προχωράμε στο επόμενο θέμα στην ατζέντα.

τόσο

adverb (intensifier: very)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That guy is so good looking!
Αυτός ο τύπος είναι πολύ ωραίος!

λοιπόν, έτσι

adverb (as stated)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
So, as I have already explained, there really is no need to worry.
Λοιπόν (or: Έτσι), όπως ήδη σας εξήγησα, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.

ε και;

interjection (who cares?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mario gets paid more than you. So?
Ο Μάριο πληρώνεται περισσότερο από σένα. Ε και;

έτσι

pronoun (the same)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You are a gentleman; may you remain so all your years.
Είσαι κύριος. Μακάρι να παραμείνεις έτσι για πάντα.

έτσι

adverb (informal (emphatic)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That car is nicer than your car. It is so!
Αυτό το αυτοκίνητο είναι πιο ωραίο από το δικό σου. Έτσι είναι!

έτσι

adverb (demonstrating: like this)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When ironing, you need to move the hot iron over the clothes so.

λοιπόν

adverb (changing, returning to subject)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
So, Alice, why did you come to Edinburgh?

ώστε

conjunction (in order that)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Drive carefully so that you will arrive safely. The teacher spoke slowly so her students would understand her.

σολ

noun (fifth note of musical scale) (νότα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
"So" comes before "la" in the musical scale.

σολ

noun (musical note: G)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

υδρόλυμα

noun (abbreviation (chemistry: hydrosol) (χημεία: αιώρημα με νερό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σολ

noun (Peruvian coin)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She paid the taxi fare with her last sol.

sol

noun (Mars: solar day)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A sol is a little longer than 24 hours.

περίπου μία ντουζίνα

adjective (informal (around 12)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Can you please bring me back a dozen or so eggs from the grocery store?
Μπορείς να μου φέρεις περίπου μια ντουζίνα αυγά από το κατάστημα;

ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο

expression (even more so) (εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need a strong pair of boots if you go hiking, all the more so now that it's winter.

επομένως, άρα, συνεπώς

adverb (therefore)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The student did not turn in his final research paper, and so he earned a failing grade for the course.
Ο φοιτητής δεν παρέδωσε την τελική εργασία του. Συνεπώς δεν πέρασε το μάθημα.

και ούτω καθεξής, και τα λοιπά

adverb (et cetera)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had to fill in a form with my name, address, and so forth.

και τα λοιπά

adverb (et cetera)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Victims of the disaster urgently need drinking water, food, medical supplies, and so on.
Τα θύματα της καταστροφής χρειάζονται επειγόντως πόσιμο νερό, τρόφιμα, ιατρικά εφόδια και τα λοιπά.

και ούτω καθεξής

adverb (et cetera)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
First we preheat the oven, and then we measure the ingredients; mix the eggs with the sugar, and so on and so forth.

τόσο... όσο

conjunction (correlative: such that)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He's not so clever as everyone thinks.

εφόσον, αρκεί να

expression (providing that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am happy, as long as the sun always comes back around.
Θα είμαι ικανοποιημένος, αρκεί να βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος.

όσο

expression (while)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As long as you're living under my roof, you'll obey my rules, young lady!
Όσο ζεις στο δικό μου σπίτι, θα υπακούς στους κανόνες μου, νεαρή μου!

ακόμα και αν, ακόμα και έτσι

adverb (nevertheless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know you don't like vegetables, darling. Even so, you must eat them.
Αγάπη μου, το ξέρω ότι δεν σου αρέσουν τα λαχανικά. Ακόμα και έτσι πρέπει να τα φας όμως.

πάρα πολύ

adverb (dated (emphatic: very)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She was ever so lovely!

αραιά και που, που και που

adverb (now and again)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every so often I treat myself to a piece of candy.

μη συμμόρφωση

noun (non-compliance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

για πάντα

expression (finite amount of time) (ειρωνικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boss will only wait for so long; hurry up!
Το αφεντικό δεν θα περιμένει για πάντα, κουνήσου!

εδώ και πολύ καιρό, εδώ και καιρό

expression (a very long time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jasmine has wanted to go to Paris for so long.

Πώς και έτσι;

expression (Why is that?)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δε νομίζω

interjection (I believe not)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When Tom asked me if Sally was coming to the party I replied "I don't think so".

σ'αγαπώ τόσο πολύ, σ' αγαπάω τόσο πολύ

interjection (great affection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love you so much that I can't stand to be apart from you.
Σ' αγαπώ τόσο πολύ που δεν αντέχω να είμαι χώρια σου.

νομίζω

interjection (I believe that to be true)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Is he coming with us?" "I think so, but let me call him to make sure."

αυτό φοβάμαι

interjection (yes, regretfully)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Do I really have to take the test?" "I'm afraid so. It's compulsory."

εν τοιαύτη περιπτώσει

(literary (in that case, if so) (λογοτεχνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't believe he would lie to you, but if it be so, you should not trust him again.

αν ναι

adverb (in that case)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you going shopping? If so, may I come with you?
Πας για ψώνια; Αν ναι, μπορώ να έρθω μαζί σου;

αφού το λες εσύ, για να το λες εσύ

expression (I disagree but do not want to argue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφού το λες εσύ, για να το λες εσύ

expression (I tentatively agree)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με αυτό τον τρόπο, έτσι

adverb (by these actions)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με αυτό τον τρόπο, έτσι

adverb (by these actions)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Don't wander on the property without them knowing; in doing so, you'll be trespassing.

επί λέξει

adverb (expressed in precisely that way)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The manager told Mark in so many words that he will get a promotion.

στο βαθμό

adverb (rare, formal (to such an extent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
All these issues are in so far a cause of difficulty that we cannot ignore them.

στο βαθμό που, στο μέτρο που

conjunction (to the extent that, in that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Both ideas, insofar as they can be called 'ideas', are equally preposterous.

προκύπτει, συνεπάγεται, έπεται

(it is necessarily or unavoidably true)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is difficult to believe, but based on the evidence it must be so.

έτσι θα γίνει

expression (this is indisputably going to happen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If your mother says you have to go to bed early, it will be so.

τόσο όσο

adjective (informal (perfect, exact) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Personally, I like steak when it is just so.

τόσο όσο

adverb (informal (exactly, perfectly) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The chef cooked the chicken just so.

έτσι

adverb (in this manner)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You just turn the door handle like so and the door should open.

που είναι αυτής της άποψης

expression (disposed, inclined)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We could go to the museum instead, if you are so minded.

ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο

adverb (increasingly or additionally) (εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's usually a lot of traffic on this road, more so at rush hour.

ποτέ

adverb (not ever as)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was never so happy as when he finally quit his job.

δεν είναι έτσι

expression (not true)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard assumes Elizabeth is at home. Not so.

δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα

adjective (better than anticipated)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I thought I was going to hate my new job, but it's not so bad.
Νόμιζα πως θα μισήσω την καινούργια μου δουλειά αλλά δεν είναι κι άσχημα.

όχι τόσο πολλοί

adjective (fewer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There are not so many storms now that the summer is over.
Δεν έχουμε τόσο πολλές καταιγίδες τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι.

λίγοι

adjective (few)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Due to the poor weather, not so many people were on the streets.

λιγότερο, όχι τόσο πολύ

adjective (less)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's not so much that you are cruel, more that you don't think things through.

όχι και πολύ, λιγάκι

adjective (little)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No, there was not so much singing at the show.

καμιά εκατοσταριά, καμιά κατοσταριά

adjective (informal (about a hundred) (ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's a middle-sized plane, with one hundred or so seats.

περίπου, χονδρικά, κατά προσέγγιση

adverb (approximately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The container could hold a litre or so of water.
Το δοχείο χωρούσε περίπου (or: κατά προσέγγιση) ένα λίτρο νερό.

ακριβώς, σωστά, έτσι

adverb (indeed, precisely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ah yes, quite so - I see exactly what you mean now.

τόσο

adjective (just as, this much)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Do you have to be quite so nasty?

συμφωνία

noun (informal ([sb]'s approval)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

για να

expression (in order to)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
So as not to be late, Jerry left the house early.
Ο Τζέρι έφυγε νωρίς από το σπίτι για να μην αργήσει.

που έχει το θάρρος να

expression (daring enough to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anna was so bold as to question her manager's decision to his face.

που ονομάζεται έτσι, που λέγεται έτσι

adverb (named this)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Solar energy is a clean form of electricity, so called because we gather it from the sun.
Η ηλιακή ενέργεια είναι μια καθαρή μορφή ηλεκτρισμού που ονομάζεται έτσι γιατί την συλλέγουμε από τον ήλιο.

και εγώ επίσης, και εγώ το ίδιο

interjection (me too)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You think he's crazy and so do I!

μέχρι τώρα/στιγμής

adverb (up until now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harry is learning to bake; so far, he has made a sponge cake and some banana muffins.

μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό

adverb (to a limited extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The road's closed: you can only go so far before you have to turn round.

από όσο

conjunction (as far as, in as much as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So far as I know, everything's still going well on the project.
Από όσο ξέρω, όλα πάνε ακόμα καλά με το πρότζεκτ.

μέχρι τώρα όλα καλά, όλα καλά ως τώρα

interjection (all is well up to this point)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How do I like retirement? So far so good. But ask me again in six months.
Πώς μου φαίνεται η σύνταξη; Μέχρι τώρα όλα καλά. Αλλά ρώτα με ξανά σε έξι μήνες.

τόσο καλός

adjective (great, excellent)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Yum, this cake is so good!

Έτσι είναι η ζωή.

expression (it is unavoidable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The train is late again? Well, so it goes.

έτσι φαίνεται

adverb (indeed, evidently)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γεια χαρά

interjection (goodbye)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
So long! See you tomorrow!
Γεια χαρά! Τα λέμε αύριο!

τόσο μακρύς

adjective (this length)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"The rope was so long," my uncle explained, holding his arms apart to demonstrate.
«Το σκοινί ήταν τόσο μακρύ,» εξήγησε ο θείος μου, δείχνοντας με τα χέρια του ανοιχτά.

τόσοι πολλοί

adjective (a large number of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With so many people in the room I can't find the exit.
Με τόσους πολλούς ανθρώπους στην αίθουσα δεν μπορώ να βρω την έξοδο.

συγκεκριμένος αριθμός

adjective (this number of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A restaurant only has so many tables available at any given time.
Ένα εστιατόριο έχει μόνο συγκεκριμένο αριθμό τραπεζιών διαθέσιμα κάθε δεδομένη στιγμή.

τόσο πολύ

adjective (a large amount of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm bound to get my shoes wet with so much water on the ground. There's so much to do I don't know where to start.
Είμαι σίγουρος πως θα βρέξω τα παπούτσια μου με τόσο πολύ νερό στο έδαφος.

τόσο

adjective (this amount of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Showing her son the cup, Paige said, "You take so much flour and add it to the mixing bowl."
Δείχνοντας στον γιο της την κούπα η Πέιτζ είπε, «Παίρνεις τόσο αλεύρι και το προσθέτεις στο μπολ.»

τόσο πολύ

adverb (a lot)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I wish my sister didn't talk so much.
Εύχομαι η αδερφή μου να μην μίλαγε τόσο πολύ.

έστω

adverb (even)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cross that line by so much as a hair and you'll see what anger means.

όλο κι όλο

adverb (merely, no more than)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάει και αυτό

interjection (informal (disappointment, failure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I failed my entrance exam yet again. So much for that!

φτάνει πια

interjection (informal (enough discussion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Well, so much for that! Maybe we can talk about something else now.

τόσο ώστε, τόσο που

expression (to such a degree that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τόσο νωρίς

adverb (at such an early time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εντάξει;

interjection (informal (expressing defiance, determination)

I don't need your help anyway! So there!

ας πούμε

expression (using a metaphor)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Failing the test was, so to speak, a kick in the teeth for Jim because he was very disappointed.

ε, και;

interjection (informal (I don't care)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Okay, so I look fat in these jeans – so what?
Εντάξει λοιπόν, δείχνω χοντρή με αυτό το τζιν. Ε, και;

ε και;, και λοιπόν;, και τι έγινε;

interjection (informal (who cares?)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
So you made a minor mistake! So what!
Έκανες λοιπόν ένα μικρό λαθάκι! Και τι έγινε;

τι και αν

conjunction (it's irrelevant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So what if I enjoy a beer now and then?
Τι και αν απολαμβάνω μια μπύρα μια στο τόσο;

για νέο μας το λες;

interjection (informal (not surprised) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yes, you're late again—so what else is new?

τάδε, δείνα

noun (informal (an unnamed person, someone)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
It is proper to address adults as Mr. or Mrs. so-and-so.

απαυτός, αποτέτοιος

noun (euphemism ([sb] despicable, difficult) (ανεπίσημο, ευφημισμός)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
That old so-and-so was always yelling at me!

ας πούμε

adjective (supposedly) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This so called teacher has no skills at all!
Αυτός ο «ας πούμε» καθηγητής είναι τελείως ανίκανος!

έτσι και έτσι

adjective (mediocre) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Lunch was so-so; maybe supper will be better.

έτσι και έτσι

adverb (tolerably) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He dances so-so, but he'll get better.

περίπου δέκα

adjective (about 10)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In about ten or so days, I will have finished my exams!

Σ' ευχαριστώ πολύ

interjection (Many thanks)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σ' ευχαριστώ πολύ!, Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!

interjection (informal (Many thanks indeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με σκοπό να, με στόχο να

conjunction (literary (in order that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She studied hard that she might become a doctor.

δεδομένης της κατάστασης

adverb (if or since that is true)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The situation there is becoming extremely dangerous. That being so, I will avoid going there.

έτσι νομίζω, έτσι πιστεύω

verbal expression (believe this to be the case)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του so στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του so

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.