Τι σημαίνει το suave στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης suave στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suave στο ισπανικά.

Η λέξη suave στο ισπανικά σημαίνει απαλός, ελαστικός, απαλός, μαλακός, απαλός, απαλός, επιεικής, ήπιος, ήπιος, μαλακός, απαλός, ήπιος, χαμηλής έντασης, χνουδωτός, φουσκωτός, ήπιος, απαλός, απαλός, βελουδένιος, μαλακός, απαλός, απαλός, ευχάριστος, σιγανός, ήπιος, ήρεμος, χαλαρός, απαλός, ήπιος, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, ελαφρύς, απαλός, ομαλός, ελαφρύς, απαλός, ήπιος, ήπιος, μεταξένιος, πουπουλένιος, απαλός, επιδέξιος, ομαλός, μεταξένιος, σατινέ, διακριτικός, λεπτός, χαμηλός, σιγανός, ελαφρύς, χαμηλωμένος, μαλακός, απαλός, ήπιος, απαλός, απαλός, σταδιακός, ευχάριστος στην αφή, πιο απαλός, πιο μαλακός, πιο απαλός, γλυκομίλητος, απαλός σαν μετάξι, χαλάρωσε, άραξε, εσωτερικό τρίχωμα, ομαλή προσεδάφιση, σταδιακή κλίση, δροσερό αεράκι, ευχάριστο αεράκι, ηπιότερες καιρικές συνθήκες, λεία επιφάνεια, απαλή φωνή, ομαλή προσγείωση, μαλακό παιχνίδι, απαλή εστίαση, πολύ ανοιχτόχρωμος, φούστιαν, ομαλή προσγείωση, κάνω putt. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης suave

απαλός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta tela es muy suave y lisa.
Αυτό το ύφασμα είναι τόσο απαλό και λείο.

ελαστικός

(μτφ: με κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los niños la quieren porque es suave con ellos.
Τα παιδιά τη συμπαθούν, επειδή είναι ελαστική (or: επιεικής) μαζί τους.

απαλός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le dio al bebé un suave beso en la mejilla.

μαλακός

adjetivo de una sola terminación (fonética) (φωνολογία: σύμφωνο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos los versos del poema acaban con consonantes suaves.

απαλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La luz tenue de la habitación la hacía más romántica.
Ο απαλός φωτισμός του δωματίου δημιουργούσε μια πιο ρομαντική ατμόσφαιρα.

απαλός

(música)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El restaurante tenía música baja sonando de fondo.
Το εστιατόριο έπαιζε απαλή μουσική στο βάθος.

επιεικής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El juez se apiadó del acusado y le impuso un castigo ligero.
Η ποινή που του επιβλήθηκε από τον δικαστή ήταν πολύ επιεικής κατά τη γνώμη μου.

ήπιος

(clima)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El clima templado de California atrae a mucha gente.

ήπιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay una ligera inclinación en las próximas dos millas.

μαλακός

(letra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La c débil en inglés se pronuncia como la s.

απαλός, ήπιος

(sabor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El vino tenía un agradable y suave sabor.
Το κρασί είχε μια ωραία απαλή γεύση.

χαμηλής έντασης

adjetivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Por ahora te recomiendo que hagas sólo ejercicios suaves, para no forzar tanto los músculos.

χνουδωτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Parker se inclinó para acariciar al suave gato.
Ο Πάρκερ έσκυψε για να χαϊδέψει το χνουδωτό γατάκι.

φουσκωτός

(tela, pelo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήπιος, απαλός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los ajíes eran suaves, pero igualmente a Sara no le gustaban.
Η πιπεριές τσίλι ήταν αρκετά ήπιες, αλλά παρόλα αυτά δεν άρεσαν στη Σάρα.

απαλός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El club de jazz tocó un suave tema.
Το τζαζ κλαμπ έπαιζε έναν απαλό σκοπό.

βελουδένιος

adjetivo (figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαλακός, απαλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mary acarició el pelo suave del gato.

απαλός, ευχάριστος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σιγανός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oscar tiene una voz suave.

ήπιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La suave corriente daba forma a las piedras del arroyo.
Το ήπιο ρεύμα διαμόρφωσε τα βότσαλα στο ρυάκι.

ήρεμος, χαλαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El restaurante era suave y calmado, lo que lo convertía en un lugar ideal para hablar.
Το εστιατόριο ήταν χαλαρό και ήρεμο, γεγονός που το καθιστούσε καλό μέρος για να συζητήσεις.

απαλός, ήπιος, ελαφρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El bote chocó contra el muelle con un suave golpe.
Η βάρκα χτύπησε στην αποβάθρα με έναν ελαφρύ γδούπο.

ελαφρύς, απαλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El masajista tenía un tacto muy suave.
Ο μασέρ έχει πολύ ελαφρύ (or: απαλό) άγγιγμα.

ελαφρύς, απαλός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estará mayormente soleado, con una suave brisa.
Θα έχει κυρίως λιακάδα, με ένα ελαφρύ (or: απαλό) αεράκι.

ομαλός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El piloto realizó un aterrizaje suave.

ελαφρύς

(vino, licor, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La bebida es suave. No tenía suficiente alcohol.

απαλός, ήπιος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La voz suave de Zak calmó al perro asustado.

ήπιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El niño solo tiene un caso leve de varicela, y no se siente mal.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Αντώνης έπαθε ελαφριά πνευμονία και ευτυχώς συνήλθε γρήγορα.

μεταξένιος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me encantan estos nuevos pijamas sedosos.
Λατρεύω αυτές τις καινούριες μεταξένιες πιτζάμες!

πουπουλένιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Agotada después de un día de trabajo, me hundí en los almohadones mullidos del sillón.

απαλός

(color) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El color de esta alfombra es muy claro.

επιδέξιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El portero atrapó el balón con un movimiento muy hábil.
Με μια επιδέξια κίνηση, ο τερματοφύλακας έπιασε την μπάλα.

ομαλός

(πλαγιά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prueba con las pendientes graduales si estás usando botas nuevas.

μεταξένιος

(υφή: σαν μετάξι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σατινέ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La pintura de las paredes interiores tenía un acabado sedoso.

διακριτικός, λεπτός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El plato tenía un aroma delicado.
Το πιάτο είχε ένα λεπτό (or: διακριτικό) άρωμα.

χαμηλός, σιγανός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate escuchó un grito distante.
Η Κέιτ άκουσε μια σιγανή κραυγή από μακρυά.

ελαφρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mientras que su marido pidió un filete, ella pidió algo más ligero.
Ενώ ο άντρας της παρήγγειλε μπριζόλα, αυτή προτίμησε κάτι πιο ελαφρύ.

χαμηλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El restaurante tenía un ambiente romántico con sus luces tenues.

μαλακός

(υφή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El suelo era agradable y blando, perfecto para las flores.

απαλός, ήπιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La habitación estaba decorada con colores pastel.

απαλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La habitación estaba decorada en colores pastel.

απαλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vamos a pintar las paredes de un tono de amarillo claro.

σταδιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al final del jardín, una leve pendiente te llevaba al medio del campo.

ευχάριστος στην αφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιο απαλός, πιο μαλακός

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta tela se siente más suave que el algodón.
Αυτό το ύφασμα είναι πιο απαλό (or: πιο μαλακό) στην αφή από το βαμβάκι.

πιο απαλός

locución adjetiva (comparativo) (υφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La madera de fresno es más tersa que la de roble.

γλυκομίλητος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me sorprendí cuando mi hermana, en general de voz suave, empezó a gritarme.

απαλός σαν μετάξι

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαλάρωσε, άραξε

locución verbal (PR) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cógelo con calma, chico, o te vas a meter en problemas.
Χαλάρωσε μικρέ, αλλιώς θα μπλέξεις.

εσωτερικό τρίχωμα

ομαλή προσεδάφιση

La nave espacial Viking ejecutó un aterrizaje suave en Marte.

σταδιακή κλίση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La colina es de pendiente suave por la cara norte.

δροσερό αεράκι, ευχάριστο αεράκι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηπιότερες καιρικές συνθήκες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy esperando la primavera para que venga un tiempo más suave.
Περιμένω την Άνοιξη όταν θα έχουμε ηπιότερες καιρικές συνθήκες. Η καταιγίδα έφερε ηπιότερες καιρικές συνθήκες στον απόηχό της.

λεία επιφάνεια

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las manzanas tienen una textura más suave que las naranjas.

απαλή φωνή

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ομαλή προσγείωση

nombre masculino

A pesar de las malas condiciones climáticas, el piloto logró realizar un aterrizaje suave.

μαλακό παιχνίδι

Yo siempre he dicho que hay juguetes para todas las edades. Para los más pequeños es conveniente comprar juguetes suaves, de peluche o de tela, para que no se lastimen las encías.

απαλή εστίαση

(fotografía)

πολύ ανοιχτόχρωμος

locución adjetiva

φούστιαν

ομαλή προσγείωση

(voz inglesa) (μεταφορικά)

La mayoría de los economistas preven un soft landing para la economía.

κάνω putt

locución verbal (στο γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le estoy enseñando a mi hijo a dar un golpe corto.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suave στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.