Τι σημαίνει το Sunday στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης Sunday στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Sunday στο Αγγλικά.

Η λέξη Sunday στο Αγγλικά σημαίνει Κυριακή, κυριακάτικος, κυριακάτικες εφημερίδες, του σαββατοκύριακου, ήλιος, ήλιος, ήλιος, Κυρ, Κυρ., λιάζω, άστρο, Κυριακή του Πάσχα, γιορτή της μητέρας, την Κυριακή, την Κυριακή, Κυριακή των Βαΐων, τα καλά μου, κατηχητικό, Πεντηκοστή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης Sunday

Κυριακή

noun (day of the week) (ημέρα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We usually go to church on Sunday.
Συνήθως πάμε στην εκκλησία την Κυριακή.

κυριακάτικος

noun as adjective (occurring on Sunday)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Reading the newspapers over a cup of coffee is our usual Sunday ritual.
Το να διαβάζουμε εφημερίδες πίνοντας μια κούπα καφέ είναι το κυριακάτικο τελετουργικό μας.

κυριακάτικες εφημερίδες

plural noun (UK, informal (Sunday newspapers)

I love to lie in bed and read the Sundays.
Μου αρέσει να μένω στο κρεβάτι και να διαβάζω τις κυριακάτικες εφημερίδες.

του σαββατοκύριακου

noun as adjective (figurative (amateur) (ερασιτέχνης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's not professional, just a Sunday footballer.

ήλιος

noun (sometimes capitalized (star: centre of our solar system)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The sun rises in the east.
Ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή.

ήλιος

noun (astronomy: star)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That planetary system has two suns.
Εκείνο το πλανητικό σύστημα έχει δύο ήλιους.

ήλιος

noun (sunshine) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The sun is bright today.
Ο ήλιος είναι λαμπερός σήμερα.

Κυρ, Κυρ.

noun (written, abbreviation (Sunday) (συντομογραφία)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
The reunion will be held Sun., Sept. 9.
Η συνάντηση θα γίνει την Κυρ. 9 Σεπτ.

λιάζω

transitive verb (expose to sunshine) (βάζω κάτι στον ήλιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cat was sprawled on the patio, sunning her belly.
Η γάτα ήταν ξαπλωμένη στο αίθριο και έλιαζε την κοιλιά της.

άστρο

noun (literary, figurative (glory, splendour) (μεταφορικά, επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το άστρο του Μέγα Ναπολέοντα έδυσε μετά την ήττα στη μάζη του Βατερλό.

Κυριακή του Πάσχα

(religion)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γιορτή της μητέρας

noun (celebration for mothers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What date is Mother's Day this year?

την Κυριακή

adverb (next Sunday) (ερχόμενη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

την Κυριακή

adverb (last Sunday) (προηγούμενη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Κυριακή των Βαΐων

noun (Sunday before Easter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Palm Sunday is a Christian celebration that falls on the Sunday preceding Easter.

τα καλά μου

noun (smart outfit worn to church) (ρούχα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κατηχητικό

noun (religious class for children)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The children read Bible stories together in Sunday school.

Πεντηκοστή

noun (mainly UK (Pentecost: seventh Sunday after Easter)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Sunday στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.