Τι σημαίνει το sun στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sun στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sun στο Αγγλικά.
Η λέξη sun στο Αγγλικά σημαίνει ήλιος, ήλιος, ήλιος, Κυρ, Κυρ., λιάζω, άστρο, για μετά τον ήλιο, λούζω με βρισιές, ντάλα ο ήλιος, εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακρο, ήλιος του μεσονυχτίου, παρήλιο, ο ήλιος που δύει, δείκτης ηλιακής προστασίας, κρεμαστό διακοσμητικό που αντανακλά τα χρώματα του φωτός, αντηλιακό, βλάβη από τον ήλιο, ο χορός του ήλιου, ο θεός του ήλιου, ο θεός ήλιος, δείκτης προστασίας, ηλιοπροστασία, ηλιοθεραπεία, λατρεία του ήλιου, κάνω ηλιοθεραπεία, ηλιόλουστος, λιαστός, λιαστή ντομάτα, μαυρισμένος από τον ήλιο, ηλιόλουστος, ακτίνες του ήλιου, Ζώνη του Ήλιου, τέντα, αντηλιακό, αμάνικο φόρεμα, πλατύγυρο καπέλο, σέρα, αντιηλιακό, ήλιος με βροχή, ξημέρωμα, χάραμα, ώρα μετά την οποία είναι αποδεκτή η κατανάλωση αλκοόλ, υπό τος φως του ηλίου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sun
ήλιοςnoun (sometimes capitalized (star: centre of our solar system) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The sun rises in the east. Ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή. |
ήλιοςnoun (astronomy: star) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) That planetary system has two suns. Εκείνο το πλανητικό σύστημα έχει δύο ήλιους. |
ήλιοςnoun (sunshine) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The sun is bright today. Ο ήλιος είναι λαμπερός σήμερα. |
Κυρ, Κυρ.noun (written, abbreviation (Sunday) (συντομογραφία) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) The reunion will be held Sun., Sept. 9. Η συνάντηση θα γίνει την Κυρ. 9 Σεπτ. |
λιάζωtransitive verb (expose to sunshine) (βάζω κάτι στον ήλιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cat was sprawled on the patio, sunning her belly. Η γάτα ήταν ξαπλωμένη στο αίθριο και έλιαζε την κοιλιά της. |
άστροnoun (literary, figurative (glory, splendour) (μεταφορικά, επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το άστρο του Μέγα Ναπολέοντα έδυσε μετά την ήττα στη μάζη του Βατερλό. |
για μετά τον ήλιοadjective (for use after sun exposure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λούζω με βρισιέςverbal expression (figurative (repeatedly insult [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can call me every name under the sun, but it doesn't change the situation one bit. |
ντάλα ο ήλιοςnoun (direct sunlight) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tomatoes and eggplants prefer full sun, but lettuce grows better in partial shade. |
εκμεταλλεύομαι κτ στο έπακροverbal expression (figurative (use an opportunity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ήλιος του μεσονυχτίουnoun (polar sun visible at midnight) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παρήλιοnoun (spot on sun's halo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ο ήλιος που δύειnoun (at sunset) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Sam watched the setting sun above the lake. |
δείκτης ηλιακής προστασίαςnoun (initialism (sun protection factor) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρεμαστό διακοσμητικό που αντανακλά τα χρώματα του φωτόςnoun (see-through ornament hung in sunlight) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αντηλιακόnoun (protective sun lotion) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
βλάβη από τον ήλιοnoun (skin harmed by overexposure to sun) (στο δέρμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ο χορός του ήλιουnoun (Native American religious dance) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ο θεός του ήλιουnoun (god associated with sun) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ο θεός ήλιοςnoun (sun portrayed as a god) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
δείκτης προστασίαςnoun (sun cream: degree of skin protection) (για αντιηλιακά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ηλιοπροστασία(automobile sun protection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηλιοθεραπείαnoun (figurative (sunbathing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Excessive sun worship can lead to skin cancers. |
λατρεία του ήλιουnoun (pagan: devotion to sun) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sun worship was common among many early religions. |
κάνω ηλιοθεραπείαtransitive verb and reflexive pronoun (informal (sunbathe) |
ηλιόλουστοςadjective (covered in sunlight) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λιαστόςadjective (tomato, raisin: dried in the sun) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λιαστή ντομάταnoun (tomato dried in the sun) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μαυρισμένος από τον ήλιοadjective ([sb]: slightly tan from sun) (δέρμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ηλιόλουστοςadjective (place: hot and sunny) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακτίνες του ήλιουplural noun (beams of light and heat from the sun) |
Ζώνη του Ήλιουnoun (US (southern and southwestern region of US) (περιοχή των ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τένταnoun (UK (awning) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντηλιακόnoun (cream to prevent sunburn) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Make sure to wear sunblock when you go to the beach. |
αμάνικο φόρεμαnoun (sleeveless summer garment) Gloria wore a yellow sundress to the wedding. |
πλατύγυρο καπέλοnoun (hat worn in sunshine) |
σέραnoun (US (recreation room with glass walls) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Darla liked to spend Saturdays reading a book in the sunroom. |
αντιηλιακόnoun (suntan lotion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Be sure to put sunscreen on before you go skiing. Μην ξεχάσετε να βάλετε αντιηλιακό προτού πάτε για σκι. |
ήλιος με βροχήnoun (sunshine with rain) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξημέρωμα, χάραμαnoun (dawn, sunrise) (ανατολή του ήλιου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ώρα μετά την οποία είναι αποδεκτή η κατανάλωση αλκοόλexpression (acceptable time to drink alcohol) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπό τος φως του ηλίουadverb (in the solar system) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I've tried everything under the sun, and I still can't find a solution. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sun στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sun
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.