Τι σημαίνει το on στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του on στο Αγγλικά.

Η λέξη on στο Αγγλικά σημαίνει ανοιχτός, πάνω σε, σε, σε, σε, σε, για, με, -, -, -, υποπτεύομαι, γίνομαι, συμβαίνω, έχει, δείχνει, παίζει, στη σκηνή, ισχύω, στη βάση, αποδεκτός, κατάλληλος, βγαίνω, πάνω, επάνω, -, -, -, -, -, -, -, on, σε, σε, σε, πάνω σε, σχετικά με, σε, σε, προς, σε, σε, σε, σε, σε, σε, προς, -, σχετικά με, -, -, σε βάρος, σε, σχετικά με, -, κερνάω, έχω βρει κτ, ενεργώ, επιδρώ, προσθέτω, επισυνάπτω, εγκαταλείπω, παρατάω, μιλώ ασταμάτητα, μιλώ ακατάπαυστα, μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, υπολογίζω, εισβάλλω σε κτ, χώνομαι σε κπ, πετάγομαι σε κτ, χώνομαι σε κτ, συνεχίζω, τσαμπουνάω, πιέζω, επιβαρύνω, πλησιάζω γρήγορα, πλησιάζω απειλητικά, σχετίζομαι με, συνδέομαι με, αρνούμαι, ξεσκονίζω, μελετώ, διαβάζω, φεύγω, γειτνιάζω, συνορεύω, λίγο απέχω, έξοδος, συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο, επισυνάπτω κτ σε κτ άλλο, πρόσθετο, πρόσθετη χρέωση, πρόσθετος, συμβουλεύω κπ για κτ, συμβουλεύω κπ πάνω σε κτ, συμβουλεύω σχετικά με, επίθεση, συμφωνώ με κπ για κτ, συμφωνώ σε κτ, συμφωνώ με τους όρους, όλα τα κυνηγόσκυλα παρόντα, κινούμαι ασταμάτητα, ταξιδεύω συνέχεια, και τα λοιπά, και ούτω καθεξής, απλικάρω κτ σε κτ, σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι, όπως βλέπουμε στην τηλεόραση, διαταράσσω τις αισθήσεις, στην αιχμή, ακριβώς, δουλεύω κτ, εξυπηρετώ, αξιόπιστος, έγκυρο σύγγραμμα, διαθέσιμο κατόπιν αιτήματος, οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ, ισορροπώ, πέφτω διάνα, υπολογίζω, βασίζομαι, βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω, βασίζω, base on balls, στηριζόμενος, βασισμένος, βασισμένος, που βασίζεται σε κτ, παχαίνω, πέφτω με τα μούτρα, έχω συμφωνηθεί, συνεχίζομαι, έχω πάρει φόρα, βρίσκομαι στα ίχνη κπ, χτυπιέμαι, εκ μέρους, είμαι αποφασισμένος να κάνω κτ, αποφασισμένος να κάνω κτ, είμαι αποφασισμένος, περικυκλωμένος απ' όλες τις πλευρές, απονέμω, στοιχηματίζω σε κτ, στοιχηματίζω, υποβάλλω προσφορά για κτ, μου αρέσει πολύ κτ, κτ μου αρέσει πολύ, σαβουριάζω, το παρακάνω με κτ, είμαι ο κακός, αποδίδω, επιδεικνύω, προβάλλω, επιδεικνύω, προβάλλω, τρώω, πετάω, χαλάω, φυσάω, το σφυρίζω, το σφυρίζω, ζω σε βάρος κάποιου, εξάρτημα, πρόσθετος, πρόσθετος, γυρνάω μπούμερανγκ σε κπ, ενεργά στρατεύματα στο πεδίο της μάχης, χορεύω στα γόνατα, εμπόδιο, ανοίγω, ενημερώνω, άντε ντε!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης on

ανοιχτός

adjective (running, not switched off)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The computer's already on. Keep your phone on in case I need to call you.
Ο υπολογιστής είναι ήδη ανοιχτός. Άσε το τηλέφωνό σου ανοιχτό σε περίπτωση που χρειαστεί να σε καλέσω.

πάνω σε

preposition (atop)

Your book's on the table.
Το βιβλίο σου είναι στο τραπέζι.

σε

preposition (on the surface)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The picture's on the wall.
Ο πίνακας είναι στον τοίχο.

σε

preposition (in the vicinity)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
They bought a house on a lake.
Αγόρασαν ένα σπίτι δίπλα στη λίμνη.

σε

preposition (part of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He's been on the football team for several years.
Είναι στην ποδοσφαιρική ομάδα εδώ και αρκετά χρόνια.

σε

preposition (according to)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
We'll continue on that basis.
Θα συνεχίσουμε σε αυτήν τη βάση.

για

preposition (purpose)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He's here on business.
Είναι εδώ για δουλειές.

με

preposition (means)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
His car runs on diesel. Did you come here on foot?
Το αυτοκίνητό του λειτουργεί με ντίζελ. Ήρθες εδώ με τα πόδια;

-

adverb (into position) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Put the lid on and boil for five minutes.
Βάλτε το καπάκι στη θέση του και βράστε για πέντε λεπτά.

-

preposition (condition) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The house is on fire.
Το σπίτι πήρε φωτιά.

-

preposition (time, occasion) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I always go jogging on Sundays. // Let's go to the cinema on Tuesday. // Are you available on 6 June? // On that fateful day, Audrey had no idea what was about to happen to her.
Πάντα κάνω τζόκινγκ τις Κυριακές. // Πάμε σινεμά την Τρίτη. // Είσαι ελεύθερη στις 6 Ιουνίου; // Εκείνη τη μοιραία ημέρα, η Ώντρεϋ δεν είχε ιδέα τι έμελλε να της συμβεί.

υποπτεύομαι

verbal expression (informal (suspect [sb]'s secret)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The thief knew the police were on to him, so he was trying to keep a low profile.
Ο κλέφτης ήξερα ότι τον είχε ψυλλιαστεί η αστυνομία και προσπαθούσε να κρατήσει χαμηλό προφίλ.

γίνομαι, συμβαίνω

adjective (occurring)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The film festival is on all week.

έχει, δείχνει, παίζει

adjective (broadcasting) (η τηλεόραση, το ράδιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your favourite programme is on.
Έχει (or: δείχνει) την αγαπημένη σου εκπομπή.

στη σκηνή

adjective (performing)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I always get stage fright, but I'm OK once I'm on.

ισχύω

adjective (planned)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Is the party still on for tonight?

στη βάση

adjective (baseball: on base)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
They have three men on.

αποδεκτός, κατάλληλος

adjective (UK (acceptable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His behaviour is just not on.

βγαίνω

adjective (informal, figurative (due onstage) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το συγκρότημα βγαίνει σε 10 λεπτά.

πάνω, επάνω

adverb (situated atop)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Are you on? Can I start pedalling?

-

adverb (onto position, cooking) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I'll put the potatoes on.
Θα βάλω τις πατάτες να γίνονται.

-

adverb (covering, wrapping) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He has his coat on already.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ρίξε κάτι πάνω σου.

-

adverb (tightly attached) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Make sure the cap is on properly.
Βεβαιώσου ότι το καπάκι έχει μπει σωστά.

-

adverb (towards a place, object) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They walked further on down the road.
Προχώρησαν πιο πέρα στο δρόμο.

-

adverb (onward) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The crowd urged her on.
Το πλήθος την ενθάρρυνε.

-

adverb (continuously) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Carry on with what you were doing.
Συνέχισε αυτό που κάνεις.

-

adverb (into operation) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Could you turn the radio on?
Μπορείς να ανοίξεις το ραδιόφωνο;

on

noun (button)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Press "on".

σε

preposition (suspended from)

Her coat is on the hook.

σε

preposition (supported by)

Lie on your stomach.

σε

preposition (covering, wrapping)

You should put a bandage on that wound.

πάνω σε

preposition (carrying, with you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Have you got any cash on you?
Έχεις καθόλου μετρητά πάνω σου;

σχετικά με

preposition (about)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm looking for a book on orchids.

σε

preposition (basis)

The film is based on an 18th century novel. She depends on the dictionary to do her homework.

σε, προς

preposition (in the direction of)

She shone the light on the intruder.

σε

preposition (vehicles)

We can eat our sandwiches on the train.

σε

preposition (membership)

My Mum served on a jury for a murder trial.

σε

preposition (media)

What's on Channel 4 tonight?

σε

preposition (undertaking: journey, etc.)

Leah is on a business trip to London.

σε

preposition (added to)

You can insure it for only pennies on the pound.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η επιβάρυνση είναι 5% επί του συνολικού ποσού.

σε

preposition (informal (liability: down to)

It's always on me to sort out these problems.
Πάντα πέφτει πάνω μου η ευθύνη να λύσω αυτά τα προβλήματα.

προς

preposition (destination)

The police closed in on him.

-

preposition (object) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They've always looked on me with kindness.
Πάντα με αντιμετώπιζαν με ευγένεια.

σχετικά με

preposition (reference)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What are your thoughts on global warming?

-

preposition (at the time of) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They started to get lost on entering the city.
Άρχισαν να χάνονται με το που μπήκαν στην πόλη.

-

preposition (diet, medicine) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She's on antibiotics.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κάνει δίαιτα.

σε βάρος

preposition (to the detriment of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They have a three-mile lead on us.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο προπορευόμενος δρομέας έχει προβάδισμα 200 μέτρων έναντι των αντιπάλων του.

σε

preposition (via the medium of)

They saw it on TV.

σχετικά με

preposition (about: a subject)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This presentation is on the French Revolution and changes in society thereafter.

-

preposition (informal (taking: drugs) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Παίρνει ναρκωτικά.

κερνάω

preposition (informal (paid by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dinner's on me tonight! You paid last time we went out.
Δικό μου το δείπνο σήμερα! Εσύ πλήρωσες την προηγούμενη φορά που βγήκαμε.

έχω βρει κτ

verbal expression (have a promising idea)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενεργώ

phrasal verb, transitive, inseparable (respond)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olga acted on the email she received.
Η Όλγκα ανταποκρίθηκε στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έλαβε.

επιδρώ

phrasal verb, transitive, inseparable (have effect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The engraving was the result of the acid acting on the metal.
Η χαρακιά δημιουργήθηκε από το οξύ που επιδρούσε στο μέταλλο.

προσθέτω

phrasal verb, transitive, separable (charge [sth] in addition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Restaurants add sales tax onto the bill.

επισυνάπτω

phrasal verb, transitive, separable (append [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before sending the email, Irene added on a document.

εγκαταλείπω, παρατάω

(informal, figurative (abandon: [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James bailed out on Chris and left him to do all the work on his own.

μιλώ ασταμάτητα, μιλώ ακατάπαυστα

phrasal verb, intransitive (UK, informal (talk insistently about [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The lecturer kept banging on even though most of the students weren't listening.
Ο καθηγητής μιλούσε ασταμάτητα, παρόλο που οι περισσότεροι φοιτητές δεν πρόσεχαν.

μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ

(UK, informal (talk insistently about [sth])

Tanya is always banging on about how awful her boss is.
Η Τάνια δεν βάζει ποτέ γλώσσα μέσα για το πόσο κακό είναι το αφεντικό της.

υπολογίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (expect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hadn't bargained on retiring at 59, but here I am, retired!

εισβάλλω σε κτ

(informal (interrupt [sth])

It was rude of you to barge in on their family reunion.

χώνομαι σε κπ

(informal (interrupt [sb]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

She barged in on me while I was getting dressed!

πετάγομαι σε κτ, χώνομαι σε κτ

(informal, figurative (conversation: interrupt) (καθομιλουμένη)

What makes you think you can just barge in on someone else's conversation?

συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (informal, UK (continue, persevere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The mountaineers decided to bash on even though the weather was getting worse.

τσαμπουνάω

(UK, slang (talk incessantly) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
What on earth are you on about?
Τι στο καλό μου τσαμπουνάς;

πιέζω

(push, press on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bear down on the pen to make clear carbon copies.

επιβαρύνω

(figurative (weigh heavily upon) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emma felt the full weight of her financial worries bearing down on her.

πλησιάζω γρήγορα

(UK (rush towards)

The truck came bearing down on the brothers as they were crossing the street.

πλησιάζω απειλητικά

phrasal verb, transitive, inseparable (approach threateningly)

The man was bearing down on Jim along the path.

σχετίζομαι με, συνδέομαι με

phrasal verb, transitive, inseparable (formal (be relevant)

αρνούμαι

phrasal verb, intransitive (excuse yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεσκονίζω

(slang (revise knowledge of) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you're going to be that picky, I'd better bone up on basic grammar.
Αν είναι να είσαι τόσο σχολαστικός, καλύτερα να ξεσκονίσω τις γνώσεις μου στη βασική γραμματική!

μελετώ, διαβάζω

(slang (learn about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The students boned up on psychology terms before the exam.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (slang (leave quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γειτνιάζω, συνορεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (be adjacent to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Our house borders on conservation land that no one can build on.

λίγο απέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be almost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His bizarre behavior borders on the insane.
Η περίεργη συμπεριφορά του λίγο απέχει από (or: είναι ένα βήμα από) την τρέλα.

έξοδος

noun (evening at bar, party) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After I got my promotion, my friends and I went for a night out on the town to celebrate.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί ντύθηκες τόσο καλά; Ετοιμάζεσαι για έξοδο με το αγόρι σου;

συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο

verbal expression (charge in addition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This restaurant automatically adds a service charge onto the bill.
Αυτό το εστιατόριο αυτομάτως συμπεριλαμβάνει χρέωση υπηρεσιών στον λογαριασμό.

επισυνάπτω κτ σε κτ άλλο

verbal expression (append)

πρόσθετο

noun (optional extra feature)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The software has lots of add-ons.

πρόσθετη χρέωση

noun (additional charge)

The bill includes add-ons.

πρόσθετος

adjective (feature: optional, extra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The program provides many add-on features.

συμβουλεύω κπ για κτ, συμβουλεύω κπ πάνω σε κτ

(counsel [sb] on [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was hired to advise the Queen on matters of state.
Προσλήφθηκε για να συμβουλεύει τη βασίλισσα για θέματα του κράτους.

συμβουλεύω σχετικά με

(warn about or recommend)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eddie advised us on the best restaurants to visit.

επίθεση

noun (attack, infringement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This recent violence against a minority is an aggression on our society as a whole.

συμφωνώ με κπ για κτ

verbal expression (have same opinion about)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We all agreed with Jack about the colour of the new chairs.
Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες.

συμφωνώ σε κτ

(decide mutually)

Both sides agreed on a truce.

συμφωνώ με τους όρους

verbal expression (decide conditions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The two companies agreed on terms and the contract was signed.

όλα τα κυνηγόσκυλα παρόντα

interjection (fox hunting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κινούμαι ασταμάτητα

adjective (informal (never still)

Sheila is always on the move and never has the time to sit down for a chat.

ταξιδεύω συνέχεια

adjective (informal (travelling a lot)

Barry is always on move because he has to go on a lot of business trips.

και τα λοιπά

adverb (et cetera)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Victims of the disaster urgently need drinking water, food, medical supplies, and so on.
Τα θύματα της καταστροφής χρειάζονται επειγόντως πόσιμο νερό, τρόφιμα, ιατρικά εφόδια και τα λοιπά.

και ούτω καθεξής

adverb (et cetera)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
First we preheat the oven, and then we measure the ingredients; mix the eggs with the sugar, and so on and so forth.

απλικάρω κτ σε κτ

(from French (decorative patch: sew on to [sth])

σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι

expression (as though responding to a signal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tom was thinking about his mother when, as if on cue, she knocked on his front door.

όπως βλέπουμε στην τηλεόραση

expression (as advertised on television)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαταράσσω τις αισθήσεις

noun (overwhelming noise, color, smells)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A walk through the market is an assault on the senses; there is so much noise and activity.

στην αιχμή

adverb (figurative (at the forefront of [sth]) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In 1440 Gutenberg's printing press was at the cutting edge of technology.

ακριβώς

preposition (at exactly: a given hour)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The party ended at the stroke of midnight.
Το πάρτι τελείωσε μεσάνυχτα νταν.

δουλεύω κτ

adjective (working on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The show is a great success, and its writers are already at work on the second season.
Η σειρά έγινε μεγάλη επιτυχία και οι σεναριογράφοι δουλεύουν ήδη τον δεύτερο κύκλο.

εξυπηρετώ

(UK (serve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There were several staff to attend on the guests.

αξιόπιστος

(knowledgeable about) (όσον αφορά σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My history teacher is particularly authoritative on the Tudor period.

έγκυρο σύγγραμμα

noun (authoritative publication) (πάνω σε κτ)

The famous astronomer's book is considered to be the authority on black holes.

διαθέσιμο κατόπιν αιτήματος

adjective (can be obtained by asking)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Further information is available on request.

οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ

(figurative (change your opinion about [sth]) (μτφ: σε/σχετικά με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When the investigation began, the politician quickly began to backtrack on his previous remarks.

ισορροπώ

transitive verb (place precariously) (κάτι, κάτι σε/πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hiker balanced his water bottle on a rock.
Ο πεζοπόρος ισορρόπησε το μπουκάλι με το νερό πάνω σε μια πέτρα.

πέφτω διάνα

adjective (UK, slang (on target, exact) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
It was a tricky question, but I thought his answer was bang on.
Ήταν μια δύσκολη ερώτηση αλλά πιστεύω ότι έπεσε διάνα με την απάντησή του.

υπολογίζω, βασίζομαι

(figurative (rely, bet) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm banking on the stock market recovering; otherwise I won't have enough retirement funds.

βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω

(often passive (use as evidence) (κάτι πάνω/σε κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She based her conclusion on close examination of the evidence.
Βάσισε το συμπέρασμά της στην προσεκτική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων.

βασίζω

(adapt from) (κάτι σε κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They will base the film on a short story written by Mark Twain.
Η ταινία θα βασιστεί σε μια σύντομη ιστορία του Μαρκ Τουέιν.

base on balls

noun (baseball: walk awarded) (στο μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The pitcher gave a base on balls.

στηριζόμενος, βασισμένος

verbal expression (be founded on [sth])

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His political ideas are based on his conservative beliefs.Ideally, your decision should be based upon sound reasoning.

βασισμένος

verbal expression (be adapted from [sth])

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Many movies are based on true stories. The play is based on the novel of the same name.

που βασίζεται σε κτ

expression (founded on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some countries have laws based upon state religions.

παχαίνω

(rare (grow fat on)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sheep are battening well on the rich grass in the meadow.

πέφτω με τα μούτρα

(feed greedily on) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The revellers sat down at the table and battened upon the food.
Οι γλεντζέδες κάθισαν στο τραπέζι και έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό.

έχω συμφωνηθεί

verbal expression (be decided)

It seems we are all agreed on the need for health care reform, but we differ totally on how to implement it.

συνεχίζομαι

verbal expression (be continued or perpetuated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After all these years, the business is still being carried on by the founder's great-great-grandson.

έχω πάρει φόρα

verbal expression (figurative, informal (experience a run of success)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think I'll strip the wallpaper from another wall before bedtime; I'm on a roll!

βρίσκομαι στα ίχνη κπ

verbal expression (follow [sb] or evidence of [sb])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

χτυπιέμαι

verbal expression (US, informal (feel guilty or bad) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκ μέρους

preposition (in place of [sb]) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm phoning on behalf of my daughter, who has lost her voice. The millionaire sent somebody to bid on the painting on his behalf.

είμαι αποφασισμένος να κάνω κτ

(be determined)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The victim's father is bent on revenge.

αποφασισμένος να κάνω κτ

adjective (be determined to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That cousin of yours is bent on doing as much damage as he can.

είμαι αποφασισμένος

transitive verb (be determined about [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

περικυκλωμένος απ' όλες τις πλευρές

expression (surrounded, under attack)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

απονέμω

(formal (present, give [sb]: an award, gift) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The head of the Board of Education bestowed the Outstanding Teacher of the Year award on Mrs. Hall. The king bestowed knighthoods on his most loyal subjects.
Ο επικεφαλής του Συμβουλίου Εκπαίδευσης απένειμε το βραβείο Καλύτερης Δασκάλας της Χρονιάς στην κα. Χωλ. Ο βασιλιάς απένειμε ιπποτικούς τίτλους στους πιο πιστούς υπηκόους του.

στοιχηματίζω σε κτ

(place a wager on)

Rita bet on a horse at the race track.
Η Ρίτα στοιχημάτισε σε ένα άλογο στον ιππόδρομο.

στοιχηματίζω

(figurative (be totally confident of) (μεταφορικά: για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My holiday starts tomorrow, so you can bet on it raining!

υποβάλλω προσφορά για κτ

(make an offer to buy [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sheila bid on a vase at an auction.

μου αρέσει πολύ κτ, κτ μου αρέσει πολύ

verbal expression (informal (be keen on, consider important)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My maths teacher is big on learning by rote, so his lessons are pretty dull.

σαβουριάζω

(eat [sth] to excess) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I'm feeling down, I binge on chocolate.
Όταν έχω τις μαύρες μου, πλακώνομαι στη σοκολάτα.

το παρακάνω με κτ

(indulge in [sth] excessively)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
On weekends I like to curl up on the couch and binge on a box set.

είμαι ο κακός

verbal expression (US, informal, figurative (be the bad guy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποδίδω

transitive verb (attribute: [sth] bad) (κάτι σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He blamed his lack of concentration on having slept badly that night.
Απέδωσε την έλλειψη συγκέντρωσής του στο γεγονός ότι είχε κοιμηθεί άσχημα εκείνη τη νύχτα.

επιδεικνύω, προβάλλω

transitive verb (display proudly or defiantly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιδεικνύω, προβάλλω

transitive verb (display proudly or defiantly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρώω, πετάω, χαλάω

transitive verb (squander money) (μτφ, καθομ: σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sophie blew all her wages on a new dress.

φυσάω

(direct breath onto [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janine blew on her fingernails to dry her nail varnish.

το σφυρίζω

verbal expression (figurative (inform on [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The employee decided to blow the whistle on his employer for the illegal transactions.

το σφυρίζω

verbal expression (figurative (report [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω σε βάρος κάποιου

(informal, AU (live at [sb] else's expense)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When are you going to get a job and stop bludging on your parents?

εξάρτημα

noun (figurative (optional extra) (που προσαρτάται με μπουλόνι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόσθετος

adjective (figurative (optional, extra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόσθετος

adjective (fastens with bolt) (σύνδεση με μπουλόνι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυρνάω μπούμερανγκ σε κπ

intransitive verb (US, figurative (backfire on) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jessica made one silly mistake and her plan boomeranged on her.

ενεργά στρατεύματα στο πεδίο της μάχης

plural noun (figurative (soldiers deployed)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χορεύω στα γόνατα

verbal expression (baby, child: dandle) (μωρό ή παιδί)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπόδιο

noun (figurative ([sth] that slows progress) (σε κτ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Opposition to the minister's bill from his own party was a brake on his plans.
Η αντίθεση στο νομοσχέδιο του υπουργού από το ίδιο του το κόμμα έβαλε φρένο στα σχέδιά του.

ανοίγω

verbal expression (open: document, package) (κάτι σφραγισμένο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I warned him not to break the seal on the envelope before he gave it to the official.

ενημερώνω

(apprise of) (κπ για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The chief briefed his agents on the recent developments of the case.
Ο αρχηγός ενημέρωσε τους πράκτορές του για τις πρόσφατες εξελίξεις της υπόθεσης.

άντε ντε!

interjection (informal (eagerness)

My holiday starts tomorrow; bring it on!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του on

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.