Τι σημαίνει το surfing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης surfing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του surfing στο Αγγλικά.

Η λέξη surfing στο Αγγλικά σημαίνει σέρφινγκ, σερφ, πλοήγηση, που κάνει σερφ, που κάνει σέρφινγκ, πλοήγησης, κάνω σερφ, κάνω σέρφινγκ, σερφάρω, σερφάρω σε κτ, κύματα, τζετ σκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης surfing

σέρφινγκ, σερφ

noun (sport: riding waves)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Surfing's very popular here, even though the water's always cold.
Το σέρφινγκ είναι πολύ δημοφιλές εδώ, ακόμη κι αν το νερό είναι πάντοτε κρύο.

πλοήγηση

noun (informal (internet: browsing) (στο διαδίκτυο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Surfing can be a serious time-waster.

που κάνει σερφ, που κάνει σέρφινγκ

adjective (engaged in surfboarding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The photographers took several shots of the surfing teenagers.

πλοήγησης

adjective (informal (browsing the Internet) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The survey assesses the surfing habits of teenagers.
Η μελέτη ασχολείται με τις συνήθειες σερφαρίσματος των εφήβων.

κάνω σερφ, κάνω σέρφινγκ

intransitive verb (sport)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The group of friends live near the beach and they all surf at the weekends.
Η παρέα των φίλων μένει κοντά στην παραλία και όλοι κάνουν σέρφινγκ τα σαββατοκύριακα.

σερφάρω

intransitive verb (figurative, informal (TV, internet: look around) (καθομ: Ίντερνετ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The teacher told the class that the internet was good for research, but they should remain focused and not waste their time surfing.
Ο δάσκαλος είπε στην τάξη του ότι το ίντερνετ ήταν καλό για έρευνα, αλλά θα πρέπει να μένουν συγκεντρωμένοι και να μην σπαταλάνε τον χρόνο τους σερφάροντας.

σερφάρω σε κτ

transitive verb (figurative, informal (TV, internet: look around) (καθομ: Ίντερνετ)

John flopped on the sofa and surfed the TV channels, looking for something good to watch.
Ο Τζον σωριάστηκε στον καναπέ και έκανε ζάπινγκ στην τηλεόραση ψάχνοντας κάτι καλό για να δει.

κύματα

noun (waves)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Emma stood on the beach, watching the surf.
Η Έμα στεκόταν στην παραλία χαζεύοντας τα κύματα.

τζετ σκι

noun (watersport: riding a jet ski) (ενέργεια: θαλάσσιο άθλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του surfing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.