Τι σημαίνει το sure στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sure στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sure στο Αγγλικά.

Η λέξη sure στο Αγγλικά σημαίνει σίγουρος, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, σίγουρος για τον εαυτό μου, κτ είναι σίγουρο, σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε, σίγουρος, είναι σίγουρο ότι θα κάνω κτ, σταθερός, αλάνθαστος, σίγουρα, σχεδόν σίγουρος, σίγουρα, βεβαίως, ασφαλώς, αδιαμφισβήτητα, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, επιβεβαιώνω, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, επιβεβαιώνω, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι, βεβαιώνομαι ότι κάνω κτ, δεν είμαι σίγουρος, δεν υπάρχει να μην, ως συνήθως, αρκετά σίγουρος, ξεκάθαρο σημάδι, φυσικά, σίγουρο, σίγουρη επιτυχία, που έχει σίγουρο βήμα, που έχει σταθερό βήμα, αξιόπιστος, σταθερός, σίγουρα, βεβαίως, βέβαια, σίγουρα, βέβαια, φυσικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sure

σίγουρος

adjective (certain)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"It's the 12th today." "Are you sure?"
«Σήμερα είναι 12 του μηνός.» «Είσαι σίγουρος;»

σίγουρος, βέβαιος

adjective (with clause: certain) (ότι/πως)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm sure that I turned off the stove.
Είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) ότι έσβησα την κουζίνα.

σίγουρος

(certain of [sth]) (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Only reply if you are sure of the answer.
Απαντήστε μόνο, εάν είστε σίγουροι για την απάντηση.

σίγουρος

(confident) (για κτ ή για τον εαυτό μου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The athlete was sure of his skills.
Ο αθλητής ήταν σίγουρος για τις ικανότητες του.

σίγουρος για τον εαυτό μου

adjective (self-confident)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wouldn't say Melanie is arrogant, but she is definitely sure of herself.

κτ είναι σίγουρο

(certain to receive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You're always sure of a warm welcome at this hotel.
Σε αυτό το ξενοδοχείο είναι σίγουρο ότι θα σε καλωσορίσουν θερμά.

σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε

interjection (informal (Yes!)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Will I help you move? Sure!
Αν θα σε βοηθήσω να μετακομίσεις; Σίγουρα!

σίγουρος

adjective (inevitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Today's game is a sure win for us.

είναι σίγουρο ότι θα κάνω κτ

expression (certain to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That horse is sure to win the race; you should put a bet on him.

σταθερός

adjective (hand: firm)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The cook cut the meat with a sure hand.

αλάνθαστος

adjective (infallible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
For many, their conscience is the one, sure guide.

σίγουρα

adverb (US, informal (surely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It sure is a hot day.
Σίγουρα κάνει ζέστη σήμερα.

σχεδόν σίγουρος

adjective (not quite certain)

I'm almost sure I turned the stove off, but maybe we should go back to check.

σίγουρα, βεβαίως, ασφαλώς, αδιαμφισβήτητα

adverb (certainly, definitely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Do you know that for sure or are you just guessing?
Το ξέρεις σίγουρα αυτό ή κάνεις απλώς υποθέσεις;

βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι

verbal expression (with clause: ensure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He made sure they were all listening before starting to speak. I always make sure that I lock the door when I leave.
Πριν ξεκινήσει να μιλάει, βεβαιώθηκε πως όλοι άκουγαν.

επιβεβαιώνω

verbal expression (ensure it is so)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think dinner is at six, but I'll phone Mary to make sure of it.
Νομίζω το δείπνο είναι στις έξι, αλλά θα πάρω τη Μέρη για να το επιβεβαιώσω.

βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι

verbal expression (ascertain [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was almost certain I had packed everything I needed, but I took one last look at my list to make sure.
Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως είχα πάρει ότι χρειαζόμουν, έριξα όμως μια τελευταία ματιά στη λίστα μου για να βεβαιωθώ.

επιβεβαιώνω, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι

verbal expression (with clause: ascertain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher counted heads to make sure all her students were present.
Η δασκάλα μέτρησε κεφάλια για να επιβεβαιώσει ότι όλοι οι μαθητές της ήταν παρόντες.

βεβαιώνομαι ότι κάνω κτ

verbal expression (ensure you do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please make sure to lock all the windows and doors before you leave.
Πριν φύγεις, βεβαιώσου ότι κλείδωσες όλα τα παράθυρα και τις πόρτες.

δεν είμαι σίγουρος

adjective (unsure of [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
"Do you know when the movie starts?" "I'm not sure."

δεν υπάρχει να μην

adverb (slang (definitely, certainly) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Whenever I bake cookies, sure as hell Jim will show up. I sure as hell don't want to eat here anymore – there's mould on my bread!
Δεν υπάρχει να μην εμφανιστεί ο Τζιμ κάθε φορά που φτιάχνω μπισκότα. Εννοείται πως δεν θέλω να ξαναφάω εδώ, το ψωμί μου έχει μούχλα!

ως συνήθως

adverb (informal (as expected or predicted)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sure enough, the stray cat appears when it's time for supper.

αρκετά σίγουρος

adjective (informal (certain, not doubtful)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The police were sure enough that whoever had killed Brown had also murdered Wilkins.

ξεκάθαρο σημάδι

noun (clear indication)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When she starts tapping her foot it's a sure sign she's angry.

φυσικά

interjection (slang (certainly, of course) (καθομιλουμένη)

A: Can you lend me a pen? B: Sure thing!

σίγουρο

noun (informal ([sth] certain)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She knew that passing the test was a sure thing, so she didn't feel nervous.
Το είχε στάνταρ ότι θα περάσει στο διαγώνισμα οπότε δεν ήταν αγχωμένη.

σίγουρη επιτυχία

adjective (informal (certain to succeed)

που έχει σίγουρο βήμα, που έχει σταθερό βήμα

adjective (having an unfaltering step) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξιόπιστος, σταθερός

adjective (figurative (confident, not faltering) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σίγουρα, βεβαίως, βέβαια

interjection (informal (expressing agreement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This operation will relieve the pain in your abdomen – that's for sure!

σίγουρα, βέβαια, φυσικά

adverb (certainly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sure στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sure

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.