Τι σημαίνει το surplus στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης surplus στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του surplus στο Αγγλικά.

Η λέξη surplus στο Αγγλικά σημαίνει πλεονάζων, πλεονασματικός, πλεόνασμα, παραπάνω απ' όσο χρειάζεται, υπεραξία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης surplus

πλεονάζων, πλεονασματικός

adjective (extra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My neighbour's French bean and courgette plants produced more than she could eat this summer, so she gave me the surplus vegetables.
Οι φασολιές και οι κολοκυθιές της γειτόνισσάς μου παρήγαγαν περισσότερα από ότι μπορούσε να φάει φέτος το καλοκαίρι και έτσι μου έδωσε τα πλεονάζοντα λαχανικά.

πλεόνασμα

noun (extra quantity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The suppliers got the order wrong and delivered 3,000 copies of the book instead of 300. The boss is on the phone to them now, trying to get them to come back and pick up the surplus.
Οι προμηθευτές έκαναν λάθος στην παραγγελία και παρέδωσαν 3.000 αντίγραφα του βιβλίου αντί για 300. Το αφεντικό μιλάει μαζί τους στο τηλέφωνο τώρα, προσπαθώντας να τους κάνει να έρθουν πίσω και να πάρουν το πλεόνασμα.

παραπάνω απ' όσο χρειάζεται

adjective (more than is needed)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

υπεραξία

noun (Marxian economics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του surplus στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.