Τι σημαίνει το surprise στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης surprise στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του surprise στο Αγγλικά.

Η λέξη surprise στο Αγγλικά σημαίνει εκπλήσσω, εκπλήσσω, κάνω έκπληξη, κάνω έκπληξη, κάνω έκπληξη, έκπληξη, έκπληξη, έκπληξη, έκπληξη, έκπληξη, προκαλώ έκπληξη, αιφνιδιάζω, αιφνιδιάζω, αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξη, πακέτο έκπληξη, πάρτυ-έκπληξη, ξαφνιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης surprise

εκπλήσσω

transitive verb (be unexpected) (είμαι απρόσμενος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cold weather at the beach really surprised us.
Ο κρύος καιρός στην παραλία μας εξέπληξε πραγματικά.

εκπλήσσω

verbal expression (do [sth] unexpected) (κπ κάνοντας κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ken surprised his wife by making her pancakes for breakfast.
Ο Κεν εξέπληξε τη γυναίκα του φτιάχνοντάς της τηγανίτες για πρωινό.

κάνω έκπληξη

transitive verb (do [sth] nice for [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina is disappointed that her husband never surprises her.
Η Τίνα είναι απογοητευμένη που ο σύζυγός της δεν της κάνει ποτέ εκπλήξεις.

κάνω έκπληξη

(do [sth] nice for [sb]) (σε κπ με κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We surprised her with flowers.
Της κάναμε έκπληξη με ένα μπουκέτο λουλούδια.

κάνω έκπληξη

verbal expression (do [sth] nice for [sb]) (σε κπ κάνοντας κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The students surprised their teacher by throwing her a party.
Οι μαθητές έκαναν έκπληξη στη δασκάλα τους κάνοντάς της ένα πάρτι.

έκπληξη

noun (unexpected event) (απρόσμενο γεγονός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The call from his long-lost brother was a genuine surprise.
Το τηλεφώνημα από τον χαμένο της αδερφό ήταν πραγματική έκπληξη.

έκπληξη

noun (reaction to a surprise) (αντίδραση σε έκπληξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her surprise at the party showed on her face.
Η έκπληξή της για το πάρτι ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

έκπληξη

noun (catching [sb] unawares)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The surprise went well. He had no idea that they were going to do that.
Η έκπληξη πέτυχε. Δεν είχε ιδέα ότι θα κάναμε κάτι τέτοιο.

έκπληξη

interjection (greeting to party)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Surprise! Happy birthday!
Έκπληξη! Χαρούμενα γενέθλια!

έκπληξη

adjective (party: unexpected)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
They threw him a surprise birthday party.
Του έκαναν ένα πάρτυ έκπληξη για τα γενέθλιά του.

προκαλώ έκπληξη

intransitive verb (cause surprise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She is so inventive, and always surprises.

αιφνιδιάζω

transitive verb (catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police surprised the burglars with the money in their hands.

αιφνιδιάζω

transitive verb (attack unexpectedly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The enemy surprised them early in the morning.

αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξη

verbal expression (be unexpected)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The letter offering me a job came as a total surprise.

πακέτο έκπληξη

noun (unexpected parcel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάρτυ-έκπληξη

noun (celebration)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ξαφνιάζω

verbal expression (surprise [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She took him by surprise when she suddenly ran into his room.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του surprise στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του surprise

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.