Τι σημαίνει το tails στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tails στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tails στο Αγγλικά.

Η λέξη tails στο Αγγλικά σημαίνει ουρά, πίσω μέρος, ουρά, γράμματα, γράμματα, πίσω, ούριος, ουρά, κάτω μέρος, ουρά, αυτός που παρακολουθεί κπ, γκομενάκι, γκομενάκι, φράκο, παρακολουθώ στενά, λιγοστεύω σταδιακά, σακάκι από φράκο, ηλεκτρονικό εμπόριο, τρέχω, οριζόντιος σταθεροποιητής, καταλαβαίνω, ιππουρίδα, αλογοουρά, ουρίτσα, άκρη πουκαμίσου, μακρινός, προσθήκη, μικρός, δικτυώνομαι, άσχημη εξέλιξη, άσχημη τροπή, φράκο, τελευταίο μέρος, πτερύγιο της ουράς, πίσω φως, πίσω φανάρι, πίσω φώτα, σταδιακή μείωση, φράκο, ούριος άνεμος, τοπικό πλύσιμο, το σκάω, το βάζω στα πόδια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tails

ουρά

noun (animal: end part)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dog yelped when the guy stepped on his tail.
Το σκυλί αλύχτησε πονεμένα όταν του πάτησε την ουρά.

πίσω μέρος

noun (figurative (rear)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The truck hit the tail of the car.
Το φορτηγό χτύπησε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου.

ουρά

noun (end section of an aircraft)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The airline's logo was on the tail of the aircraft.
Το λογότυπο της αεροπορικής εταιρείας ήταν στην ουρά του αεροπλάνου.

γράμματα

noun (reverse face of a coin) (νόμισμα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
If the coin lands on heads, I win; if it's tails, you win.
Αν το νόμισμα βγάλει κορόνα κερδίζω εγώ· αν βγάλει γράμματα κερδίζεις εσύ.

γράμματα

interjection (coin: reverse face up) (νόμισμα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Do you want heads or tails in the coin toss? Tails!
Θέλεις κορόνα ή γράμματα στο στρίψιμο του νομίσματος; Γράμματα!

πίσω

adjective (rear)

The tail end of the car was damaged when it was hit by another car from behind.
Το πίσω μέρος του αυτοκινήτου έπαθε ζημιά όταν χτυπήθηκε από πίσω από ένα άλλο αυτοκίνητο.

ούριος

adjective (coming from behind)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sailboat benefited from a strong tail wind.

ουρά

noun (end part of a comet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tail of that comet is visible with the naked eye.

κάτω μέρος

noun (bottom of a shirt)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The tail of his shirt was hanging out of his pants.

ουρά

noun (trailing part of a kite)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The kite had a long beautiful tail.

αυτός που παρακολουθεί κπ

noun (figurative, slang (person doing surveillance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police put a tail on the gangster to find out who his associates are.
Η αστυνομία έβαλε κάποιον να γίνει η σκιά του μαφιόζου για να μάθει ποιοι είναι οι συνεργοί του.

γκομενάκι

noun (US, slang, offensive (sex with a woman) (μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rob is so immature; all he ever talks about is "getting some tail."
Ο Ρομπ είναι τόσο ανώριμος. Το μόνο για το οποίο μιλάει είναι το «να βρει κανένα γκομενάκι».

γκομενάκι

noun (US, slang, offensive (women as sexual object) (μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steve is such a misogynist; he talks about women as "tail."

φράκο

plural noun (tailcoat: men's dress coat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was dressed in top hat and tails.

παρακολουθώ στενά

transitive verb (informal (follow)

The spy tailed the official to find out whom he was working with.
Ο κατάσκοπος έγινε η σκιά του αξιωματούχου, για να ανακαλύψει με ποιον συνεργαζόταν.

λιγοστεύω σταδιακά

phrasal verb, intransitive (figurative (diminish gradually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The number of flu patients will tail off in the spring.
Ο αριθμός των ασθενών από γρίπη θα λιγοστέψει σταδιακά την άνοιξη.

σακάκι από φράκο

noun (usually plural (man's formal jacket: back flap)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ηλεκτρονικό εμπόριο

noun (selling on Internet)

τρέχω

intransitive verb (US, informal (run, hurry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

οριζόντιος σταθεροποιητής

noun (aeronautics)

καταλαβαίνω

verbal expression (understand [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ιππουρίδα

noun (variety of waterweed) (φυτολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλογοουρά

noun (tied-back hairstyle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cooks with long hair were required to wear a ponytail to work.

ουρίτσα

noun (hair: thin pony tail) (κοντό μαλλί με ουρίτσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κομμώτρια κούρεψε τον μικρό μου γιο και του άφησε ουρίτσα για να είναι πιο μοντέρνος.

άκρη πουκαμίσου

noun (bottom part of a shirt) (κυρίως η πίσω πλευρά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακρινός

adjective (US, figurative (relative: distant) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσθήκη

noun (US, figurative (addition to news story)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρός

adjective (US, figurative (small, of little value) (μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δικτυώνομαι

intransitive verb (US, figurative (use success or connections)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσχημη εξέλιξη, άσχημη τροπή

expression (UK, figurative (unpleasant turn of events)

John's final words to her were the sting in the tail of what should have been an enjoyable evening.

φράκο

noun (clothing)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τελευταίο μέρος

noun (very last part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The car at the tail end of a railway train is often called the caboose.

πτερύγιο της ουράς

noun (of a fish)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I could tell by its tail fin that the fish was a marlin.

πίσω φως, πίσω φανάρι

noun (UK (vehicle's rear light)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίσω φώτα

plural noun (npl (vehicle's rear lights)

The deputy stopped us because one of our tail lights was out.

σταδιακή μείωση

noun (figurative (gradual decrease)

φράκο

noun (men's dress coat) (επίσημο σακάκι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ούριος άνεμος

noun (wind from behind) (από πίσω)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The plane arrived early because there was a tailwind for almost the entire flight.

τοπικό πλύσιμο

verbal expression (method of washing a baby)

το σκάω, το βάζω στα πόδια

(figurative (run away) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Seeing the criminal with a gun made her turn tail.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tails στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tails

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.