Τι σημαίνει το taken στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης taken στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του taken στο Αγγλικά.

Η λέξη taken στο Αγγλικά σημαίνει πιασμένος, παίρνω, μεταφέρω, παίρνω, κλέβω, αρπάζω, παίρνω κτ από κπ, παίρνω, πηγαίνω, πάω, παίρνω, θήραμα, κέρδη, λήψη, λήψη, γνώμη, άποψη, εκδοχή, ερμηνεία, παίρνω μπρος, κολλάω, πιάνω, πιάνω, μου μένει, παίρνω, παίρνω, πιάνω, πηγαίνω, πιάνω, δέχομαι, κάνω, παίρνω, παίρνω, κάθομαι, δέχομαι, κάνω, φοράω, φοράω, παίρνω, κλέβω, ξεγελώ, αντέχω, χρειάζομαι, χρειάζομαι, δέχομαι, παίρνω, κάνω, βάζω, κάνω, παίρνω, αφαιρώ, παίρνω, παίρνω, δίνω, αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω, τραβάω, βγάζω, παίρνω, δανείζομαι κτ από κτ, φεύγω, παραπλανούμαι, εξαπατούμαι, πιάνομαι όμηρος, γίνομαι όμηρος, εξαγοράζομαι, παραπέμπομαι σε δίκη, απομακρύνομαι, απορημένος, κατασχεμένος, απαχθείς, που θεωρείται δεδομένος, που εξαγοράστηκε, ερωτευμένος με κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης taken

πιασμένος

adjective (in a relationship) (μεταφορικά, καθομ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Robert asked his new colleague out, but she said she was taken.
Ο Ρόμπερτ ζήτησε από την καινούρια του συνάδελφο να βγουν αλλά εκείνη του είπε ότι ήταν δεσμευμένη.

παίρνω

transitive verb (grab)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She took the money and ran to the store.
Πήρε τα λεφτά και έτρεξε στο μαγαζί.

μεταφέρω

transitive verb (transport, carry) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He took the radio to his friend's house.
Πήρε το ραδιόφωνο στο σπίτι του φίλου του.

παίρνω

transitive verb (accept, receive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I refuse to take your money.
Αρνούμαι να πάρω τα χρήματά σου.

κλέβω

transitive verb (steal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He didn't have the money to pay for the candy, so he just took it.
Δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει το γλυκό και έτσι απλά το έκλεψε.

αρπάζω

transitive verb (snatch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The robber took my purse and ran away.
Ο ληστής άρπαξε την τσάντα μου και έφυγε τρέχοντας.

παίρνω κτ από κπ

(snatch, confiscate)

His friend took the TV from him.
Ο φίλος του, του πήρε την τηλεόραση.

παίρνω

transitive verb (serve yourself)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please, take a cake from the tray.
Παρακαλώ, πάρε ένα κομμάτι κέικ από τον δίσκο.

πηγαίνω, πάω

transitive verb (convey, transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you take me to the bus station?
Θα με πάρεις στο σταθμό του λεωφορείου;

παίρνω

transitive verb (go by: form of transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We took a taxi home at the end of the night.
Στο τέλος της βραδιάς, πήραμε ταξί για το σπίτι.

θήραμα

noun (fish, game caught) (κυνήγι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Your take is limited to three fish per month.
Επιτρέπεται να πιάσεις τρία ψάρια τον μήνα.

κέρδη

noun (slang (money: earnings, takings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The take for tonight's show was three thousand dollars.

λήψη

noun (cinema: recording of a scene)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
OK, everybody. This is going to be our fifth take. Let's get it right now. Action!
Λοιπόν παιδιά, αυτή είναι η πέμπτη μας λήψη. Ας το πετύχουμε αυτήν τη φορά. Πάμε!

λήψη

noun (sound recording)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The second take had too much bass.

γνώμη, άποψη

noun (opinion, view) (για κτ ή σχετικά με κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What's your take on the issue?

εκδοχή, ερμηνεία

noun (mainly US (version, interpretation) (με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This movie is the director's take on the classic love story.

παίρνω μπρος

intransitive verb (machine: function)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We had to oil it four times before the machine would take.
Χρειάστηκε να προσθέσουμε λάδια τέσσερις φορές πριν πάρει μπρος το μηχάνημα.

κολλάω

intransitive verb (informal (adhere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I couldn't get the stamp to take no matter how many times I licked it.

πιάνω

intransitive verb (informal (work as desired) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The serum doesn't always take the first time, and a second inoculation may be needed.

πιάνω

intransitive verb (plant: take root, grow)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I do hope the lilac takes as I'd love a lilac hedge.

μου μένει

intransitive verb (figurative (be established, absorbed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I've tried to learn a few words of Japanese but they just don't seem to take.
Έχω προσπαθήσει να μάθω μερικές λέξεις στα γιαπωνέζικα αλλά δεν φαίνεται να μου μένουν.

παίρνω

transitive verb (get control) (τον έλεγχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The generals took power and exiled the President.

παίρνω

transitive verb (seize, capture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The army took the town after forty-eight hours of fighting.

πιάνω

transitive verb (fish, game: catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We took ten brace of pheasants at the shoot.

πηγαίνω

transitive verb (move)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The conveyor belt takes the part to the next station.

πιάνω

transitive verb (arrest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police took the criminal without any problems.

δέχομαι

transitive verb (form of payment: accept)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you take credit cards?
Δέχεστε πιστωτικές κάρτες;

κάνω

transitive verb (informal (cost)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How much will it take to buy this car?

παίρνω

transitive verb (money: win, earn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He took thousands of dollars at the casino.

παίρνω

transitive verb (use, run on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This camera takes long-life batteries.

κάθομαι

transitive verb (sit down on)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please come in and take a seat.
Παρακαλώ περάστε μέσα και καθίστε.

δέχομαι

transitive verb (admit, accept)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We only take the most intelligent students in this college.

κάνω

transitive verb (enrol in, study)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I decided to take French next term.

φοράω

transitive verb (wear: shoe size)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I take a size six in boots, but a size five in shoes.

φοράω

transitive verb (wear: clothing size)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What size do you take?

παίρνω

transitive verb (ingest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He takes the medicine without complaining.

κλέβω, ξεγελώ

transitive verb (informal, figurative (cheat, rob)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He realized that he had been taken when the camera he bought had no working parts inside.
Κατάλαβε ότι τον είχαν κλέψει (Or: ξεγελάσει) επειδή η κάμερα που αγόρασε δεν δούλευε.

αντέχω

transitive verb (informal (endure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't take it any more! Let me out of here!
Δεν αντέχω άλλο! Άσε με να βγω από εδώ μέσα!

χρειάζομαι

transitive verb (require: time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How long did it take?
Πόσος χρόνος απαιτείται;

χρειάζομαι

transitive verb (informal (require)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What will it take to convince you?
Τι θα πάρει για να πεισθείς;

δέχομαι

transitive verb (amount: accept as payment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you take three hundred pounds for the table?

παίρνω

transitive verb (derive from) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This musical takes its inspiration from a Shakespeare play.

κάνω

transitive verb (bath, shower: use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I am so dirty. I really need to take a bath.

βάζω

transitive verb (use for flavour)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I take two sugars in my coffee.

κάνω

transitive verb (go on: vacation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We took a holiday in Argentina last year.
Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή.

παίρνω

transitive verb (remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yes, please take the rubbish.

αφαιρώ

transitive verb (kill, end: a life)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The murderer has taken many lives.

παίρνω

transitive verb (game: capture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He took one of his opponent's pawns in the chess game.

παίρνω

transitive verb (baseball: not swing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The batter always takes the first pitch.

δίνω

transitive verb (do, sit: a test, exam)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm taking my chemistry exam on Wednesday.

αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω

transitive verb (view in a certain way)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't know how to take what you just said. This is important work; we need to take it seriously.

τραβάω, βγάζω

transitive verb (image: capture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The photographer took several shots of the bride and groom. I always take loads of photos when I'm on holiday.

παίρνω

(confiscate) (κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher took the magazine from the student.

δανείζομαι κτ από κτ

(extract, quote)

This line of poetry is taken from Dante's Inferno.
Αυτός ο στίχος είναι δανεισμένος από την Κόλαση του Δάντη.

φεύγω

intransitive verb (euphemism (die) (ευφημ: πεθαίνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παραπλανούμαι, εξαπατούμαι

verbal expression (informal, figurative (be swindled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I had donated thousands of pounds before I realised I was being taken for a ride.

πιάνομαι όμηρος, γίνομαι όμηρος

intransitive verb (be abducted and held to ransom)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The journalist covering the war was taken hostage by the guerrillas.

εξαγοράζομαι

intransitive verb (company: controlled by) (εταιρεία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
American Home Products was taken over by Wyeth many years ago, and now Pfizer has taken over Wyeth.

παραπέμπομαι σε δίκη

verbal expression (be prosecuted)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm being taken to court by my next-door neighbor.
Ο γείτονάς μου με πάει στα δικαστήρια.

απομακρύνομαι

verbal expression (informal (be removed or withdrawn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απορημένος

adjective (surprised, astonished)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We were taken aback at his sudden admission.

κατασχεμένος

adjective (confiscated, removed)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απαχθείς

adjective (person: abducted)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)

που θεωρείται δεδομένος

adjective (undervalued, not seen as special)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που εξαγοράστηκε

adjective (business: bought out)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our bank was taken over by a Danish group.

ερωτευμένος με κπ/κτ

(like, be fond of)

He was very taken with her after the dinner party.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του taken στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του taken

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.