Τι σημαίνει το head στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης head στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του head στο Αγγλικά.

Η λέξη head στο Αγγλικά σημαίνει κεφάλι, κορώνα, επικεφαλής, επί κεφαλής, επικεφαλής, επί κεφαλής, ηγούμαι, οδηγώ, προπορευόμενος, πρώτος, μετωπικός, ικανότητα, μυαλό, ικανότητα, ψυχραιμία, άτομο, πρώτος, διευθυντής, διευθύντρια, κεφαλή, κεφαλή, πίεση, φούσκα, επιφάνεια, κεφαλή, κεφαλή, τίτλος, κορυφή, κεφαλή, τουαλέτα, κεφαλή, κεφαλή, αφρός, συμπαγές μπροστινό μέρος, πηγή, κεφαλή σιδηροτροχιάς, πίπα, πλώρη, στο κεφάλι, -, κατευθύνομαι, αναπτύσσομαι στο μπροστινό μέρος, προηγούμαι, είμαι πρώτος, ηγούμαι, απομακρύνω, κάνω κεφαλιά, ρίχνω κεφαλιά, τιτλοφορώ, επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω, κατευθύνομαι προς κτ, ξεκινάω, εκτρέπω, φεύγω, κατευθύνομαι προς, ηγούμαι, υποδιευθυντής, υποδιευθύντρια, φαλακρό κεφάλι, καραφλό κεφάλι, ψώνιο, σκύβω το κεφάλι, στρουθοκαμηλίζω, παλιομαλάκας, χοντρομαλάκας, σκατομαλάκας, εξελίσσομαι σε κρίση, χτύπημα στο κεφάλι, ψυχραιμία, μεσότιτλος, ζύγωμα, σταυρός, ζύγωμα, δοκάρι, κεφαλή κυλίνδρου, επαναλαμβάνω κτ σε κπ, σκύβω το κεφάλι, πέφτω με το κεφάλι, ερωτεύομαι, ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά, ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά, απ' την κορφή ως τα νύχια, καταλαβαίνω, κατανοώ, συγκεντρώνομαι, ξεμυαλίζω, χτυπάω, σκύβω το κεφάλι, ρεαλιστής, πραγματιστής, έχω το μυαλό στο κεφάλι μου, πετάω στα σύννεφα, στρουθοκαμηλίζω, έχω τα μυαλά μου στη θέση τους, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, αρχιμάγειρας, κρύωμα, καταγραφή αριθμού ατόμων, καταγραφή αριθμού ατόμων, κάλυμμα κεφαλιού, επικεφαλής γιατρός, τρελογιατρός, παραπλανητικό στοιχείο, απόπειρα παραπλάνησης, εξαπάτησης, έδρα, δομή στην κορυφή φρεατίου ορυχείου, κυρίως σιδηροδρομικός σταθμός, δομή συντονισμού θερμοκηπίων, τραύμα στο κεφάλι, στρογγυλό μαρούλι, ψείρα, μαλλιά, αφεντικό της οικογένειας, αρχηγός κράτους, έδρα, μετωπικά, άμεσα, κατά μέτωπο, ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια, τρελά ερωτευμένος, στήριγμα κεφαλιού, φωτογραφία πορτραίτου, περιστροφή με το κεφάλι, προβάδισμα, πλεονέκτημα, κατευθύνομαι προς κτ, πηγαίνω ίσια πάνω σε κτ/κπ, κεντρικό τραπέζι, ένας προς έναν, σώμα με σώμα, μετρ, κόντρα άνεμος, μετωπική σύγκρουση, κεφαλιά, χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι, με το κεφάλι, αναζήτηση νέος συνεργατών, το πετυχαίνω, θερμόαιμος, θερμοκέφαλος, υδραυλικό φορτίο, ξετρελαμένος με κπ, έχω μπλέξει άσχημα, μένω ψύχραιμος, τα βγάζω πέρα, ξεκαρδίζομαι, τα χάνω, χάνω τα λογικά μου, καταλαβαίνω, κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει, βλάκας, ηλίθιος, στα πρόχειρα, στα γρήγορα, χτυπηματάκι στο κεφάλι, χτυπάω ελαφρά στο κεφάλι, κατά κεφάλη, ζώον, κεφάλι καρφίτσας, κομπιουτεράκιας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης head

κεφάλι

noun (anatomy: skull) (ανατομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The neck connects the head to the body.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ζητούσαν την κεφαλή του επί πίνακι.

κορώνα

noun (tossed coin: head side up)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Heads or tails?" she asked, flipping the coin.
«Κορώνα ή γράμματα;» ρώτησε στρίβοντας το νόμισμα.

επικεφαλής, επί κεφαλής

noun (leader, director) (με γενική)

(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.)
He is the head of the library association.
Είναι η κεφαλή του Συνδέσμου Βιβλιοθηκών.

επικεφαλής, επί κεφαλής

adjective (principal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The head physician is Dr. Thomas.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ηγέτης του κόμματος παραιτήθηκε.

ηγούμαι

transitive verb (lead) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ex-congressman headed the investigation.
Ο πρώην βουλευτής διηύθυνε τις έρευνες.

οδηγώ

transitive verb (face: a direction)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Head me in the right direction and I'll be sure to get there.
Γϋρισέ με προς τη σωστή κατεύθυνση και θα φτάσω σίγουρα.

προπορευόμενος

adjective (at the front, leading)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The head runner was starting to slow down.

πρώτος

adjective (at the top, first)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The head item on the agenda was going to be difficult to resolve.

μετωπικός

adjective (maritime: from in front of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The strong head winds slowed the sailing vessel.

ικανότητα

noun (figurative (thought, intellect)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has a good head for science.

μυαλό

noun (figurative (intelligence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Use your head! You can find a creative way to get it done.

ικανότητα

noun (figurative (ability)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I just don't have the right head for management.

ψυχραιμία

noun (figurative (composure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Though he was mad, he kept his head about him in public.

άτομο

noun (person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They charge five dollars a head to get into the dance club.

πρώτος

noun (top: in achievement, ability)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was at the head of his class at Harvard.

διευθυντής, διευθύντρια

noun (chief, president)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
That man is the head of the company.

κεφαλή

noun (extremity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The head of the bone slots into the socket.

κεφαλή

noun (front position)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Since it was his birthday, he sat at the head of the table.

πίεση

noun (fluid pressure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As the locomotive went faster and faster, it built up quite a head of steam.

φούσκα

noun (part likely to burst)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He burst the pimple by poking its head with a needle.

επιφάνεια

noun (drum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A conga drum is tuned by adjusting the tension of its head.

κεφαλή

noun (arrow)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shaft of the arrow was made of ash, and its head was made of metal.

κεφαλή

noun (recording device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sound from the cassette player was dull because the head was dirty.

τίτλος

noun (headline)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The front page of the newspaper had a massive head when war broke out.

κορυφή

noun (page)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We usually put the article's title at the head of the page.

κεφαλή

noun (tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The head of the hammer is made of strengthened metal so it doesn't malform.

τουαλέτα

noun (maritime: toilet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's gone to the head to pee.

κεφαλή

noun (cylinder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cylinder head is an essential part of an internal combustion engine.

κεφαλή

noun (herd animal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The farmer sold his cattle for fifty dollars per head.

αφρός

noun (beer, other foam)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The waiter poured the beer so that it would have a lot of head on top.

συμπαγές μπροστινό μέρος

noun (compact plant part)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
This new lettuce has a tight head.

πηγή

noun (river source)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The head of this river is a small stream in the Rocky Mountains.

κεφαλή σιδηροτροχιάς

noun (railhead)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The engineers fixed the head so that the wheels of the train could run smoothly along it.

πίπα

noun (slang (fellatio) (καθομ, μεταφορικά, χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ana enjoys giving her boyfriend head.

πλώρη

noun (bow of a ship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sailors used a rope at the head of the ship to fasten it to the wharf.

στο κεφάλι

noun as adjective (of or affecting the head)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctors kept him in hospital for observation after his head injury.

-

suffix (noun: state of being) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
For example: godhead

κατευθύνομαι

intransitive verb (go in a direction)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We are going to head to Arizona next on our trip.

αναπτύσσομαι στο μπροστινό μέρος

intransitive verb (form a head)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This lettuce heads early.

προηγούμαι

transitive verb (precede)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The candidate for prime minister headed the list of candidates.

είμαι πρώτος

transitive verb (excel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He heads his class in language studies.

ηγούμαι

transitive verb (be the chief of) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That man heads the fire service for the whole country.

απομακρύνω

transitive verb (turn aside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sheepdog headed the sheep away from the river.

κάνω κεφαλιά, ρίχνω κεφαλιά

transitive verb (sports: hit with one's head)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The football player headed the ball into the net.

τιτλοφορώ

transitive verb (put as a title)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The journalist headed the article "Ways to Avoid Being Overworked."

επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω

phrasal verb, intransitive (start to go back, return)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's getting late; let's head back.

κατευθύνομαι προς κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (go towards, go to)

To find the party, head for the noise!
Για να βρεις το πάρτι ακολούθησε τον θόρυβο!

ξεκινάω

phrasal verb, intransitive (set out, go)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We need to head off at 8 o'clock in order to arrive at the party on time.
Για να φτάσουμε στο πάρτι στην ώρα μας, πρέπει να ξεκινήσουμε στις οκτώ.

εκτρέπω

phrasal verb, transitive, separable (redirect by blocking path)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tried to head off the charging bull by closing the gate.
Προσπάθησε να εκτρέψει τον μαινόμενο ταύρο κλείνοντας την πόρτα.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (leave, start a journey)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Henry was getting impatient to head out on his own.
Ο Χένρι ανυπομονούσε να φύγει μόνος του.

κατευθύνομαι προς

phrasal verb, transitive, inseparable (go in direction of)

We last saw them heading toward Los Angeles.

ηγούμαι

phrasal verb, transitive, separable (lead)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick was chosen to head up the band, perhaps because he played the drums so well.
Διάλεξαν τον Ρικ να ηγείται της μπάντας, ίσως γιατί έπαιζε πολύ καλά ντραμς.

υποδιευθυντής, υποδιευθύντρια

noun (deputy to head teacher) (εκπαίδευση)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

φαλακρό κεφάλι, καραφλό κεφάλι

noun (head with no hair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He quickly put on a hat to keep the hailstones from bouncing on his bald head.

ψώνιο

noun (conceited or arrogant attitude) (καθομ: για όλα τα γένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
All those accolades that Paul has been getting are giving him a big head.

σκύβω το κεφάλι

transitive verb (lower: your head)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The parishioners bowed their heads in prayer.

στρουθοκαμηλίζω

verbal expression (figurative (ignore stressful situation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παλιομαλάκας, χοντρομαλάκας, σκατομαλάκας

noun (US, pejorative, vulgar, slang (stupid person) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Get out of the way, butthead!
Κάνε στην άκρη, παλιομαλάκα!

εξελίσσομαι σε κρίση

verbal expression (become a crisis)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτύπημα στο κεφάλι

noun (informal (blow to the head)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ψυχραιμία

noun (slang, figurative (composure, calm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the accident, and even though she had been injured, she had a cool head.

μεσότιτλος

noun (printing: title, heading)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζύγωμα, σταυρός

noun (machinery: part of an engine) (μέρος μηχανής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζύγωμα

noun (nautical: part of a rudderpost)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δοκάρι

noun (building: transverse timber) (εγκάρσιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κεφαλή κυλίνδρου

(mechanics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επαναλαμβάνω κτ σε κπ

verbal expression (instill by repetition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Our father, a clever but uneducated man, always drummed into our heads the importance of a good education.
Ο πατέρας μας, ένας έξυπνος αλλά αμόρφωτος άνθρωπος, μας επαναλάμβανε συνέχεια την αξία της καλής εκπαίδευσης.

σκύβω το κεφάλι

verbal expression (lower your head) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I ducked my head to avoid hitting it on the lintel.

πέφτω με το κεφάλι

verbal expression (tumble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alex fell head over heels down the mountainside.

ερωτεύομαι

verbal expression (figurative (fall in love)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After knowing him for just two weeks I'd fallen head over heels.

ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά

verbal expression (figurative (fall in love) (κάποιον)

ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά

verbal expression (figurative (fall in love) (κάποιον)

απ' την κορφή ως τα νύχια

expression (all over your body)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It was raining so hard that I was soon drenched from head to foot.

καταλαβαίνω, κατανοώ

verbal expression (informal (understand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm trying to get my head around the subjunctive, but I'm still not sure when to use it.

συγκεντρώνομαι

verbal expression (slang, figurative (gain mental focus or composure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεμυαλίζω

verbal expression (figurative, slang (make egotistical)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His one hit record went to his head, and now he is impossible to live with.

χτυπάω

verbal expression (make drunk) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That glass of wine has gone straight to my head!
Το ένα ποτήρι κρασί που ήπια με έχει χτυπήσει!

σκύβω το κεφάλι

verbal expression (in shame) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The defendant hung his head as the judge pronounced his sentence.

ρεαλιστής, πραγματιστής

noun (figurative (unsentimental person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He has a hard head on him for someone so young.

έχω το μυαλό στο κεφάλι μου

verbal expression (figurative (be sensible) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't mind him dating my daughter. That boy has a good head on his shoulders.

πετάω στα σύννεφα

verbal expression (figurative (be a dreamer) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That boy is smart, but he will never amount to much because he has his head in the clouds.

στρουθοκαμηλίζω

verbal expression (figurative (ignore reality, be in denial) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έχω τα μυαλά μου στη θέση τους

verbal expression (informal, figurative (be sensible, practical) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is best to have your head screwed on when dealing with money. I'm confident he'll make a wise decision; he's got his head screwed on right.
Είναι καλό να έχεις τα μυαλά στη θέση τους όταν έχεις να κάνεις με χρήματα. Είμαι σίγουρος ότι θα πάρει τη σωστή απόφαση. Έχει τα μυαλά του στη θέση τους.

είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ

verbal expression (figurative (be vastly superior to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
George's essay was head and shoulders above those of the rest of the class.

αρχιμάγειρας

noun (professional cook who runs a kitchen)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The head chef makes an excellent caesar salad.

κρύωμα

noun (viral infection)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταγραφή αριθμού ατόμων

noun (tally)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The teacher did a quick head count before dividing the class into two groups.

καταγραφή αριθμού ατόμων

noun (number of people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάλυμμα κεφαλιού

noun (scarf, etc., on the head)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You must wear head covering to visit this church.

επικεφαλής γιατρός

noun (chief medical officer)

Mr. Smith was the head doctor at the surgical unit.

τρελογιατρός

noun (slang (psychiatrist) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
That guy has mental problems - he needs to see a head doctor.
Εκείνος ο τύπος έχει ψυχολογικά προβλήματα - πρέπει να δει έναν τρελογιατρό.

παραπλανητικό στοιχείο

noun (slang ([sth] misleading) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απόπειρα παραπλάνησης, εξαπάτησης

noun (US, slang (effort to confuse or delude [sb]) (ΗΠΑ, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jan was not invited; her head games disrupted the last meeting.

έδρα

noun (headquarters of an organization)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δομή στην κορυφή φρεατίου ορυχείου

noun (mining: at the top of a mine shaft)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κυρίως σιδηροδρομικός σταθμός

noun (part of train station)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δομή συντονισμού θερμοκηπίων

noun (annex of a greenhouse)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τραύμα στο κεφάλι

noun (wound to the head)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A young lad was struck by a car and is now in intensive care with a serious head injury.

στρογγυλό μαρούλι

(vegetable)

ψείρα

noun (usually plural (parasite on the scalp) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She treated her kids for head lice but it didn't work.

μαλλιά

noun (hair: amount, thickness)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
That beautiful girl has a gorgeous head of hair.

αφεντικό της οικογένειας

noun ([sb] in charge of family)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Forget about Dad, my Mum is definitely the head of the household!
Ξέχνα τον μπαμπά, η μαμά μου είναι αναμφισβήτητα το αφεντικό!

αρχηγός κράτους

noun (national leader)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
In a kingdom, the head of state is a king rather than a president.

έδρα

noun (headquarters)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The head office of our company is now overseas because we got bought out.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα κεντρικά γραφεία του ομίλου μεταφέρθηκαν σε νέα διεύθυνση.

μετωπικά

adverb (in collision)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The car veered across the road and hit a van head-on.
Το αυτοκίνητο εξετράπη στην απέναντι πλευρά του δρόμου και χτύπησε μετωπικά ένα φορτηγάκι.

άμεσα

adverb (figurative (directly, honestly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Her novels tackle difficult social issues head-on.
Τα διηγήματα της αντιμετωπίζουν δύσκολα κοινωνικά θέματα άμεσα.

κατά μέτωπο

adjective (collision: direct, full-frontal) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There were two fatalities in the head-on collision. Emma was lucky to survive the head-on crash of her small sports car into a bus.
Υπήρχαν δύο θάνατοι στην κατά μέτωπο σύγκρουση. Η Έμμα επιβίωσε από την κατά μέτωπο σύγκρουση του μικρού σπορ αυτοκινήτου της με το λεωφορείο.

ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια

adjective (figurative (direct, honest) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rather than talking around the subject, let's take a head-on look at the issues.
Αντί να μιλάμε γενικά για το θέμα, ας δούμε τα θέματα χωρίς περιστροφές (or: στα ίσια).

τρελά ερωτευμένος

expression (figurative (infatuated)

After Cara's first date with Matt, she was head over heels in love with him.

στήριγμα κεφαλιού

noun (cushioned headrest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωτογραφία πορτραίτου

noun (portrait photo: head only)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιστροφή με το κεφάλι

noun (turning round on head)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The breakdancer did a head spin.

προβάδισμα

noun (race: starting ahead)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My little sister runs slowly, so I give her a head start.

πλεονέκτημα

noun (figurative (advantage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His parents' wealth gave him a head start in life.

κατευθύνομαι προς κτ

verbal expression (person: go directly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bianca grabbed her coat and headed straight for the exit.

πηγαίνω ίσια πάνω σε κτ/κπ

verbal expression (vehicle: move towards) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν είδε το αυτοκίνητο να κινείται κατά πάνω του, ο Κώστας άρχισε να τρέχει πανικόβλητος.

κεντρικό τραπέζι

(principal table)

ένας προς έναν

adjective (contest: between two people)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σώμα με σώμα

adverb (in direct opposition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The winners of the heats went head to head in the final.
Οι νικητές των ημιτελικών πήγαν σώμα με σώμα στον τελικό.

μετρ

noun (highest-ranking food server)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Anthony is the head waiter at a restaurant.

κόντρα άνεμος

noun (wind blowing head-on)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a strong head wind and so progress was slow.

μετωπική σύγκρουση

noun (full-frontal crash)

In the head-on collision with the lorry, the Mini came off worst.

κεφαλιά

noun (violent blow made with the head)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
With a swift headbutt, the goat knocked the little boy over.

χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι

transitive verb (hit with the forehead)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The wrestler violently headbutted his opponent.

με το κεφάλι

adverb (with the head in front)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Max dove into the water headfirst.

αναζήτηση νέος συνεργατών

noun (figurative (recruiting of new employees)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το πετυχαίνω

verbal expression (figurative (be exactly right)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Russell's comment really hit the nail on the head.

θερμόαιμος, θερμοκέφαλος

noun (figurative, slang ([sb] quick to anger) (μεταφορικά)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Some hotheads were causing trouble at the protest march.

υδραυλικό φορτίο

noun (measure of water pressure)

ξετρελαμένος με κπ

expression (figurative (overly involved with [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω μπλέξει άσχημα

expression (figurative (your problems are too hard for you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω ψύχραιμος

verbal expression (figurative (stay calm)

τα βγάζω πέρα

verbal expression (figurative (be financially stable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκαρδίζομαι

verbal expression (figurative, informal (laugh heartily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα χάνω, χάνω τα λογικά μου

verbal expression (figurative (become overexcited) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't lose your head in an emergency. Just stay calm.

καταλαβαίνω

verbal expression (understand [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει

verbal expression (figurative (cause you to feel dizzy) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're coming up with new ideas so fast it's making my head spin! The flurry of events leading up to the wedding made the bride's head spin.

βλάκας, ηλίθιος

noun (informal (male: idiot)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στα πρόχειρα, στα γρήγορα

expression (figurative, informal (spontaneously, improvising) (χωρίς σκέψη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Off the top of my head, I can't remember the name of that actor.

χτυπηματάκι στο κεφάλι

noun (gentle touch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is nothing the dog likes better than a pat on the head.

χτυπάω ελαφρά στο κεφάλι

verbal expression (touch gently on head)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rob patted his son on the head.

κατά κεφάλη

adverb (per person)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When we added up the bill it worked out at ten euro per head.

ζώον

noun (figurative, pejorative, slang (stupid person) (μεταφορικά μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κεφάλι καρφίτσας

noun (point of a pin)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κομπιουτεράκιας

noun (US, informal ([sb] very interested in computers) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του head στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του head

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.