Τι σημαίνει το tangle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tangle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tangle στο Αγγλικά.

Η λέξη tangle στο Αγγλικά σημαίνει συνονθύλευμα, κόμπος, μπλέξιμο, μπέρδεμα, μπλέκομαι, μπερδεύομαι, μπλέκομαι, μπερδεύομαι, συνονθύλευμα, συνονθύλευμα, τσακώνομαι, μπλέκομαι, μπερδεύομαι, μπλέκω, μπερδεύω, μπλέκω με κπ/κτ, τα βάζω με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tangle

συνονθύλευμα

noun (wires, cables)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a tangle of cables behind the TV.
Πίσω από την τηλεόραση υπήρχε ένας κουβάρι από καλώδια

κόμπος

noun (hair)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Karen's hair had got in a tangle and it took her ages to brush it out.
Τα μαλλιά της Κάρεν μπλέχτηκαν και της πήρε ώρες μέχρι να τα χτενίσει.

μπλέξιμο, μπέρδεμα

noun (figurative (confused situation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jane had got herself in a tangle and couldn't see a way out.
Η Τζέιν βρέθηκε σε μια μπερδεμένη κατάσταση και δεν μπορούσε να βρει διέξοδο.

μπλέκομαι, μπερδεύομαι

intransitive verb (wires, cables)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wires had tangled and Mark had to spend ages sorting them out.
Τα καλώδια είχαν μπερδευτεί και ο Μαρκ χρειάστηκε να περάσει πολλές ώρες τακτοποιώντας τα.

μπλέκομαι, μπερδεύομαι

intransitive verb (hair)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve's hair tangled in the wind.
Τα μαλλιά του Στιβεν ανακατεύτηκαν από τον αέρα.

συνονθύλευμα

noun (confused mass of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When Maggie walked in on her husband with another woman, all she saw at first was a tangle of limbs.

συνονθύλευμα

noun (figurative (jumble)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a tangle of clothes lying on the teenager's bedroom floor.

τσακώνομαι

intransitive verb (colloquial (argue)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two colleagues didn't get on and often tangled.

μπλέκομαι, μπερδεύομαι

phrasal verb, intransitive (become knotted or intertwined)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The kitten was playing with the string and eventually was tangled up in it! Let's not get tangled up in the minor details of our plan now.
Το γατάκι έπαιζε με το κουβάρι και τελικά μπλέχτηκε σε αυτό! Ας μην μπερδευόμαστε με τις μικρολεπτομέρειες του σχεδίου μας τώρα.

μπλέκω, μπερδεύω

phrasal verb, transitive, separable (make knotted or intertwined)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tangled up the wool to annoy my mother.

μπλέκω με κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (get involved with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You don't want to tangle with the Mafia: it could get you killed.

τα βάζω με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (argue or fight with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was so drunk he tangled with the policeman who was arresting him.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tangle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.