Τι σημαίνει το tank στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tank στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tank στο Αγγλικά.

Η λέξη tank στο Αγγλικά σημαίνει δεξαμενή, ενυδρείο, τανκ, δεξαμενή, πατώνω, τρέχω, χάνω επίτηδες, επανατροφοδοτώ με καύσιμα, βάζω βενζίνη, γίνομαι φέσι, τανκς, δεξαμενή έρματος, φιάλη οξυγόνου, ενυδρείο, ντεπόζιτο, δεξαμενή αποθήκευσης, δεξαμενή προσωρινής αποθήκευσης, δεξαμενή οξυγόνου, φιάλη οξυγόνου, σηπτικός βόθρος, δεξαμενή καθίζησης, βυτιοφόρο, αντιαρματικό όχημα, ατμομηχανή, αμάνικο πουλόβερ, αμάνικο μπλουζάκι, βυτιοφόρο, επιστημονικό επιτελείο, δεξαμενή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tank

δεξαμενή

noun (storage container for liquids)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When they arrived at their holiday home, the Smiths turned on the water and heard the tank in the loft start to fill.
Όταν έφτασαν στο εξοχικό τους, οι Σμιθ άνοιξαν την παροχή του νερού και άκουσαν τη δεξαμενή στη σοφίτα που άρχισε να γεμίζει.

ενυδρείο

noun (fish tank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fish swam around the tank.
Το ψάρι κολυμπούσα γύρω γύρω στο ενυδρείο.

τανκ

noun (military: armed vehicle) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The town was surrounded by tanks.
Η πόλη ήταν περικυκλωμένη από τανκς.

δεξαμενή

noun (amount held in a tank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The family had a tank of water to last them until the mains supply was reconnected.
Η οικογένεια είχε μια δεξαμενή νερό που έπρεπε να τους φτάσει μέχρι να επανασυνδεθεί το δίκτυο.

πατώνω

intransitive verb (slang (fail, do badly) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The director's latest film tanked; hardly anyone went to see it.
Η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη πάτωσε· σχεδόν κανείς δεν πήγε να τη δει.

τρέχω

intransitive verb (informal (go quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car was tanking along the road.

χάνω επίτηδες

transitive verb (US, slang (sport: lose deliberately) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The player tanked the game.

επανατροφοδοτώ με καύσιμα

phrasal verb, intransitive (informal (refuel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω βενζίνη

phrasal verb, transitive, separable (informal (refuel: a vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γίνομαι φέσι

phrasal verb, intransitive (slang (get drunk) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τανκς

noun (armoured combat vehicle)

δεξαμενή έρματος

noun (ship's water container) (σκάφος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ships are supposed to empty their ballast tanks out at sea to avoid introducing invasive species into the Great Lakes.

φιάλη οξυγόνου

noun (for scuba diving) (καταδύσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A SCUBA diver's air is delivered from the diving tank through a regulator.

ενυδρείο

noun (aquarium)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A large fish tank occupied one wall of the room. Clean the filter regularly to keep your fish tank free from algae.

ντεπόζιτο

noun (vehicle's petrol storage container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An explosion may occur if the fuel tank ruptures.

δεξαμενή αποθήκευσης, δεξαμενή προσωρινής αποθήκευσης

noun (temporary storage place)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δεξαμενή οξυγόνου

noun (container providing air supply) (αποθήκευση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φιάλη οξυγόνου

noun (diver's oxygen container) (καταδύσεις, δύτες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σηπτικός βόθρος

noun (container for sewage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Septic tanks are used in communities not directly connected to main sewage pipes.

δεξαμενή καθίζησης

(temporary liquid storage)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βυτιοφόρο

noun (train that transports liquids, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντιαρματικό όχημα

noun (armoured military vehicle)

ατμομηχανή

noun (locomotive train)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμάνικο πουλόβερ

noun (UK (sleeveless pullover)

Tank tops were popular in the 1970s.
Τα αμάνικα πουλόβερ ήταν δημοφιλή τη δεκαετία του 1970.

αμάνικο μπλουζάκι

noun (US (vest: sleeveless t-shirt)

Summer is a great time to wear tank tops. I wear shorts and a tank top when I do my exercise workout.
Το καλοκαίρι είναι η ιδανική περίοδος για να φοράμε τιραντάκια.

βυτιοφόρο

noun (lorry that transports liquids, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιστημονικό επιτελείο

noun (problem-solving group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Rand Corporation is a famous think tank in the US.

δεξαμενή

noun (cistern)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Older properties may still have a water tank in the loft.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tank στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tank

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.