Τι σημαίνει το tanned στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tanned στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tanned στο Αγγλικά.

Η λέξη tanned στο Αγγλικά σημαίνει μαυρισμένος, δεψασμένος, μαύρισμα, ανοιχτό καφέ, μαυρίζω, κάνω ηλιοθεραπεία, ανοιχτός καφέ, μαυρισμένος, εφαπτομένη, κατεργάζομαι, τις βρέχω σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tanned

μαυρισμένος

adjective (UK (person, skin: brown from the sun)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Emily wore shorts to show off her tanned legs.
Η Έμιλι φορούσε σορτς για να επιδείξει τα μαυρισμένα πόδια της.

δεψασμένος

adjective (leather: treated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The tanned hides were loaded into a van.
Τα δεψασμένα τομάρια φορτώθηκαν σε ένα φορτηγάκι.

μαύρισμα

noun (suntan: brown skin from exposure to sun)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Erika had a tan from all the time she had spent outdoors over the summer.
Η Έρικα είχε κάνει μαύρισμα από όλο τον χρόνο που είχε περάσει έξω κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

ανοιχτό καφέ

noun (color: light brown)

Rick liked the jacket, but would have preferred it in tan.
Στον Ρικ άρεσε το μπουφάν, αλλά θα το προτιμούσε σε ταμπά.

μαυρίζω

intransitive verb (skin: go brown in the sun)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Some people tan easily.
Μερικοί άνθρωποι μαυρίζουν εύκολα.

κάνω ηλιοθεραπεία

intransitive verb (person: expose skin to the sun)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wendy had been tanning on the beach all afternoon.
Η Γουέντι έκανε ηλιοθεραπεία στην παραλία όλο το απόγευμα.

ανοιχτός καφέ

adjective (light brown in color)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The man was wearing tan trousers.
Ο άντρας φορούσε ανοιχτό καφέ παντελόνι.

μαυρισμένος

adjective (US (person, skin: brown from the sun)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Amanda's teeth were white against her tan skin. Rita is looking very tan after three weeks in Barbados.
Τα δόντια της Αμάντα ήταν άσπρα και έκαναν αντίθεση με το μαυρισμένο της δέρμα. Η Ρίτα δείχνει πολύ μαυρισμένη μετά από τρεις εβδομάδες στα Μπαρμπέιντος.

εφαπτομένη

noun (abbreviation (trigonometry: tangent) (τριγωνομετρία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Calculate the tan of this angle.

κατεργάζομαι

transitive verb (animal hide: turn into leather)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tom tanned the cowhide.

τις βρέχω σε κπ

transitive verb (figurative, slang (whip, beat) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Polly's father said he'd tan her backside if she was late home again.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tanned στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tanned

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.