Τι σημαίνει το tarjeta στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tarjeta στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tarjeta στο ισπανικά.

Η λέξη tarjeta στο ισπανικά σημαίνει κάρτα, κάρτα, κάρτα, ευχετήρια κάρτα, καρτ-ποστάλ, χρεωστική κάρτα, εκπαιδευτική κάρτα, πιστωτική κάρτα, κάρτα, πινακίδα, πλαστικό χρήμα, κάρτα, μητρική κάρτα συστήματος, κάρτα, χτυπάω κάρτα, ανάληψη μετρητών μαζί με την πληρωμή με πιστωτική στο σούπερ-μάρκετ, χτυπάω κάρτα, χτυπώ κάρτα, καρτελάκι, Χρόνια πολλά!, χρεωστική κάρτα, κάρτα για το σκορ, κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, χρεωστική κάρτα, καρτοτηλέφωνο, κάρτα μειωμένου εισητηρίου για τρένο, ξυστό, επαγγελματική κάρτα, πιστωτική κάρτα, διάτρητη καρτέλα, κάρτα για το σκορ, επαγγελματική κάρτα, πράσινη κάρτα, ταμπελάκι αναγνώρισης, ταυτότητα, μαγνητική κάρτα, ταμπελάκι με το όνομα καλεσμένου, πιστωτική κάρτα καταστήματος, κάρτα εισόδου εργαζομένων, κάρτα απεριορίστων διαδρομών, κάρτα επιβίβασης, χριστουγεννιάτικη κάρτα, κάρτα δώρου, ταυτότητα, φλασάκι, στικάκι, συλλεκτική κάρτα με εικόνα παίκτη μπέιζμπολ, αναγγελία γέννησης, κάρτα γενεθλίων, κάρτα πιστότητας, κάρτα δωρητή οργάνων, Oyster card, καρτοκινητό, τηλεκάρτα, έξυπνη κάρτα, κάρτα Switch, κάρτα ανανέωσης χρόνου, κάρτα Αγίου Βαλεντίνου, κάρτα για καλή ανάρρωση, κάρτα SIM, κόκκινη κάρτα, κίτρινη κάρτα, κάρτα επέκτασης, καρταναγνώστης, μαγνητική κάρτα, πιστωτική κάρτα, τηλεκάρτα, κάρτα μέλους/εκπτώσεων καταστήματος, κάτοχος κάρτας, κάρτα kanban, κάρτα προθεσμιακής χρέωσης, περνάω, κάρτα, ταυτότητα, επισκεπτήριο, πέναλτι, κάρτα πρόσβασης, κάρτα βιβλιοθήκης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tarjeta

κάρτα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No olvides enviarle a tu madre una tarjeta por su cumpleaños.
Μη ξεχάσεις να στείλεις στη μαμά σου μια κάρτα για τα γενέθλιά της.

κάρτα

(informal) (πιστωτική, χρεωστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aunque es una tienda pequeña, aceptan tarjetas.
Αν και είναι ένα μικρό μαγαζί, δέχονται κάρτες.

κάρτα

(επαγγελματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El desconocido se presentó como el doctor Bates y me dió su tarjeta.

ευχετήρια κάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marilyn se despertó y encontró un montón de tarjetas junto a su cama.

καρτ-ποστάλ

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Acompañamos el regalo con una tarjeta que firmamos los tres.

χρεωστική κάρτα

nombre femenino

Pagó su vestido nuevo con tarjeta.

εκπαιδευτική κάρτα

Usaba tarjetas para estudiarse el vocabulario.
Χρησιμοποιούσε εκπαιδευτικές κάρτες για να μελετήσει το λεξιλόγιο.

πιστωτική κάρτα

nombre femenino (banca) (ανάλογα το είδος)

κάρτα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πινακίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El chofer sostenía un cartel con el nombre de John.
Ο σοφέρ κρατούσε μια πινακίδα που έγραφε το όνομα του Τζον.

πλαστικό χρήμα

(figurado)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
No tengo efectivo encima así que voy a pagar con plástico.

κάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μητρική κάρτα συστήματος

(voz inglesa) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesito reemplazar la motherboard de mi computadora.

κάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Envió a su madre una postal con un paisaje de los Alpes.

χτυπάω κάρτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esteban ficha a las siete todas las mañanas. // No olvides fichar cuando llegues al trabajo.
Ο Στίβεν χτυπάει κάρτα στις 7 κάθε πρωί. Μην ξεχνάς να χτυπάς κάρτα όταν πας στη δουλειά.

ανάληψη μετρητών μαζί με την πληρωμή με πιστωτική στο σούπερ-μάρκετ

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χτυπάω κάρτα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

χτυπώ κάρτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καρτελάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peter le puso una etiqueta a su maleta para reconocerla cuando saliese por la cinta.

Χρόνια πολλά!

χρεωστική κάρτα

Cuando usas tu tarjeta de débito para pagar cualquier cosa, el dinero sale de tu cuenta inmediatamente.

κάρτα για το σκορ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nos dieron una tarjeta de resultados, pero no sabíamos cómo llenarla.
Μας έδωσαν μια κάρτα για το σκορ, αλλά δεν ξέραμε πώς να τη συμπληρώσουμε.

κάρτα για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρεωστική κάρτα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καρτοτηλέφωνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάρτα μειωμένου εισητηρίου για τρένο

(ES)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξυστό

(είδος λαχείου)

επαγγελματική κάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Encargué mis tarjetas de presentación a una empresa conocida que las hace rápido.
Παρήγγειλα τις επαγγελματικές μου κάρτες από μια πολύ γνωστή εταιρεία που τις παραδίδει γρήγορα.

πιστωτική κάρτα

nombre femenino (κάρτα για αγορές με πίστωση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No me gusta usar mi tarjeta de crédito. Sólo la uso cuando tengo una emergencia.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν πάω για ψώνια, χρησιμοποιώ πάντα την πιστωτική μου κάρτα.

διάτρητη καρτέλα

locución nominal femenina

Recuerdo cuando una computadora era del tamaño de un cuarto y los datos estaban todos en tarjetas perforadas. Algunas fábricas todavía hacen que sus empleados fichen con tarjetas perforadas.

κάρτα για το σκορ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El golfista fue descalificado porque se olvidó de firmar la tarjeta de puntuación.

επαγγελματική κάρτα

El banquero me dio su tarjeta personal.

πράσινη κάρτα

locución nominal femenina (coloquial) (μεταφορικά)

Quería vivir y trabajar en los Estados Unidos pero no pude conseguir una tarjeta verde.

ταμπελάκι αναγνώρισης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las tarjetas de identificación suelen llevarse bien visibles.

ταυτότητα

(HN)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαγνητική κάρτα

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pon tu tarjeta magnética en el lector y la puerta se abrirá.

ταμπελάκι με το όνομα καλεσμένου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando vio quién le tocaba de vecino cambió su tarjeta de comensal con una de la mesa de al lado.

πιστωτική κάρτα καταστήματος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάρτα εισόδου εργαζομένων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ahora que me efectivizaron tengo tarjeta para fichar.

κάρτα απεριορίστων διαδρομών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El abono de transporte te permite viajar en todos los micros de la ciudad con una tarifa de descuento.

κάρτα επιβίβασης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Todos los pasajeros deben presentar su pase de abordar antes de subir al avión.
Όλοι οι επιβάτες οφείλουν να επιδεικνύουν την κάρτα επιβίβασής τους πριν εισέλθουν στο αεροπλάνο.

χριστουγεννιάτικη κάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Navidad pasada mandé 32 tarjetas de Navidad a mis parientes y amigos de todo el mundo.

κάρτα δώρου

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Compré una tarjeta regalo de veinte dólares para dársela a mi hermana.

ταυτότητα

(HN)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φλασάκι, στικάκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Uso una tarjeta de memoria para hacer una copia de seguridad de mis archivos.
Χρησιμοποιώ ένα στικάκι για να κρατώ αντίγραφα ασφαλείας των αρχείων μου. Αντέγραψα τις φωτογραφίες μου στο φλασάκι για να μπορώ να τις δείχνω στους φίλους μου από τους φορητούς υπολογιστές τους.

συλλεκτική κάρτα με εικόνα παίκτη μπέιζμπολ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mi hermano tiene una inmensa colección de tarjetas de béisbol.

αναγγελία γέννησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La tarjeta de natalicio decía que cuando Pete nació pesó 8 libras.

κάρτα γενεθλίων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
¡Mi padre me ha enviado una tarjeta de cumpleaños con 100 dólares dentro!

κάρτα πιστότητας

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα δωρητή οργάνων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Oyster card

(ΜΜΜ στο Λονδίνο)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Si planeas viajar por Londres es mucho más barato comprar un abono de transporte que pagar en efectivo por cada trayecto.

καρτοκινητό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τηλεκάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Antes de dejar el aeropuerto compró una tarjeta telefónica.

έξυπνη κάρτα

nombre femenino (μεταφορικά)

Las tarjetas con circuito integrado (TCI) se han usado para la identificación del personal en las empresas.

κάρτα Switch

locución nominal femenina (tarjeta de débito) (εμπορικό σήμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάρτα ανανέωσης χρόνου

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα Αγίου Βαλεντίνου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα για καλή ανάρρωση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα SIM

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κόκκινη κάρτα

locución nominal femenina

κίτρινη κάρτα

locución nominal femenina

κάρτα επέκτασης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καρταναγνώστης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαγνητική κάρτα

πιστωτική κάρτα

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τηλεκάρτα

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Inserté la tarjeta pre-pago tras marcar el número.

κάρτα μέλους/εκπτώσεων καταστήματος

(ES)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Algunos comercios utilizan una tarjeta de fidelización para conservar a sus clientes.

κάτοχος κάρτας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Debes dar el nombre y la dirección del propietario de la tarjeta cuando uses facturación electrónica.

κάρτα kanban

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα προθεσμιακής χρέωσης

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περνάω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pasa la tarjeta e ingresa tu PIN en el teclado.
Πέρασε την κάρτα σου και πληκτρολόγησε το PIN σου.

κάρτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lady Sylvia no estaba en su casa cuando Mary la fue a visitar, así que Mary le dejó una tarjeta de visita al mayordomo.
Η λαίδη Σύλβια δεν ήταν στην οικία της, όταν την επισκέφθηκε η Μαίρη. Έτσι, η Μαίρη άφησε την κάρτα της.

ταυτότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επισκεπτήριο

(κάρτα με στοιχεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πέναλτι

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El equipo obtuvo una tarjeta roja debido a una falta grave al otro equipo.

κάρτα πρόσβασης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάρτα βιβλιοθήκης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tarjeta στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.